Σάββατο 10 Μαρτίου 2018

ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΣΤΟΝ ΣΤ´ΨΑΛΜΟ

ΨΑΛΜΟΣ 6- ΚΥΡΙΕ, ΜΗ ΜΕ ΚΑΤΑΔΙΚΑΣΕΙΣ
Εἰς τὸ τέλος, ἐν ὕμνοις, ὑπὲρ τῆς ὀγδόης· ψαλμὸς τῷ Δαυΐδ.
Ψαλ. 6,2            Κύριε, μὴ τῷ θυμῷ σου ἐλέγξῃς με, μηδὲ τῇ ὀργῇ σου παιδεύσῃς με.
Ψαλ. 6,2                   Κυριε, επάνω στον δίκαιον θυμόν σου μη με τιμωρήσης δια τας αμαρτωλάς μου πράξεις, και μη θελήσης επάνω εις την δικαίαν σου οργήν να με παιδαγωγήσης με σκληρότητα.
Ψαλ. 6,3            ἐλέησόν με, Κύριε, ὅτι ἀσθενής εἰμι· ἴασαί με, Κύριε, ὅτι ἐταράχθη τὰ ὀστᾶ μου,
Ψαλ. 6,3                   Ελέησέ με, Κυριε, διότι είμαι σωματικώς και ψυχικώς ασθενής. Θεράπευσε, Κυριε, εμέ τον ασθενή, διότι και αυτά τα οστά μου έχουν ταραχθή εξ αιτίας των αμαρτιών μου.
Ψαλ. 6,4            καὶ ἡ ψυχή μου ἐταράχθη σφόδρα· καὶ σύ, Κύριε, ἕως πότε;
Ψαλ. 6,4                   Η δε ψυχή μου επλημμύρισεν από ταραχήν και ανεστατώθη εξ αιτίας της δικαίας σου οργής. Εως πότε όμως, Κυριε, θα στέκης μακράν από εμέ και ωργισμένος θα στρέφης αλλού το πρόσωπόν σου;
Ψαλ. 6,5            ἐπίστρεψον, Κύριε, ῥῦσαι τὴν ψυχήν μου, σῶσόν με ἕνεκεν τοῦ ἐλέους σου.
Ψαλ. 6,5                   Στρέψε, Κυριε, το πρόσωπόν σου προς εμέ. Γλύτωσε το σώμα και την ψυχήν μου από τας συμφοράς. Σώσε με, όχι δια τας καλάς μου πράξεις, αλλά δια την άπειρον ευσπλαγχνίαν σου.
Ψαλ. 6,6            ὅτι οὐκ ἔστιν ἐν τῷ θανάτῳ ὁ μνημονεύων σου· ἐν δὲ τῷ ᾅδῃ τίς ἐξομολογήσεταί σοι;
Ψαλ. 6,6                   Διότι, εάν αποθάνη κανείς αμετανόητος και καταβή στον άδην, δεν είναι δυνατόν να σε ενθυμήται, Κυριε. Εις τον άδην ποιός αμετανόητος είναι δυνατόν να σε δοξολογήση; Εγώ όμως, Κυριε, μετανοών δια τας παραβάσεις μου κλαίω.
Ψαλ. 6,7            ἐκοπίασα ἐν τῷ στεναγμῷ μου, λούσω καθ᾿ ἑκάστην νύκτα τὴν κλίνην μου, ἐν δάκρυσί μου τὴν στρωμνήν μου βρέξω.
Ψαλ. 6,7                   Εκοπίασα, απέκαμα από τους στεναγμούς μου δια τας παρεκτρρπάς μου. Ελουσα και λούζω κάθε νύκτα το κρεββάτι μου και βρέχω με τα άφθονα δάκρυά μου το στρώμα μου.
Ψαλ. 6,8            ἐταράχθη ἀπὸ θυμοῦ ὁ ὀφθαλμός μου, ἐπαλαιώθην ἐν πᾶσι τοῖς ἐχθροῖς μου.
Ψαλ. 6,8                   Κλαίω συνεχώς εξ αιτίας της οργής σου και από τα δάκρυά μου επόνεσαν τα μάτια μου. Εγινα ασήμαντος, σαν το παληωμένο ένδυμα, και περιφρονημένος από τους εχθρούς μου.
Ψαλ. 6,9            ἀπόστητε ἀπ᾿ ἐμοῦ πάντες οἱ ἐργαζόμενοι τὴν ἀνομίαν, ὅτι εἰσήκουσε Κύριος τῆς φωνῆς τοῦ κλαυθμοῦ μου·
Ψαλ. 6,9                   Αλλά το έλεος του Κυρίου είναι άπειρον και δια τούτο εις αυτό ελπίζω και φωνάζω προς τους εχθρούς μου· φύγετε μακρυά από μένα κατεντροπιασμένοι, όσοι εργάζεσθε την ανομίαν. Δεν σας φοβούμαι, διότι είμαι βέβαιος ότι ο Κυριος εδέχθη με ευμένειαν την προσευχήν, που με δάκρυα και κλαυθμούς του απηύθυνα.
Ψαλ. 6,10          ἤκουσε Κύριος τῆς δεήσεώς μου, Κύριος τὴν προσευχήν μου προσεδέξατο.
Ψαλ. 6,10                 Ηκουσεν ο Κυριος την δέησίν μου. Ο Κυριος ευηρεστήθη να κάμη δεκτήν την προσευχήν μου.
Ψαλ. 6,11          αἰσχυνθείησαν καὶ ταραχθείησαν σφόδρα πάντες οἱ ἐχθροί μου, ἀποστραφείησαν καὶ καταισχυνθείησαν σφόδρα διὰ τάχους.
Ψαλ. 6,11                  Ας κατεντροπιασθούν και ας κυριευθούν από φόβον και τρόμον οι εχθροί μου. Ας γυρίσουν οπίσω και πανικόβλητοι ας τραπούν εις φυγήν, ας καταισχυνθούν γρήγορα.
........................
«Κύριε μη τω θυμώ σου ελέγξης με, μηδέ τη οργή σου παιδεύσης με».
Όταν ακούσεις θυμό και οργή του Θεού, λέγει ο άγιος Χρυσόστομος, μη νομίσεις κάτι το ανθρώπινο. Οι λέξεις που χρησιμοποιούν οι άνθρωποι για να χαρακτηρίσουν τον Θεό δεν έχουν πάντα την ίδια σημασία με αυτήν που ισχύει για τα δεδομένα του ανθρώπου.
Όταν λέμε π. χ. ότι ο Θεός έπλασε τον άνθρωπον παίρνοντας χώμα (Γεν. 2,7), δεν σημαίνει ότι ο Θεός έχει χέρια και έκανε μια χειρωνακτική εργασία. Απλώς η Γραφή αποκαλύπτει, με λόγια απλά και κατανοητά για τον άνθρωπο, ότι ο Θεός τον δημιούργησε προσωπικά και μάλιστα όχι με ένα ξερό πρόσταγμα «είπε και εγεννήθησαν», όπως έγινε με τ’ άλλα δημιουργήματά του, αλλά με ιδιαίτερο ενδιαφέρον και φροντίδα.
Όταν λέγει η Γραφή ότι ο Θεός ακούει ή βλέπει (Ψαλμ. 93,9), δεν σημαίνει ότι έχει σώμα, μάτια και αυτιά. Ακούει και βλέπει πνευματικά, όπως εκείνος μόνο γνωρίζει και ασύλληπτα περισσότερο απ’ ότι ο άνθρωπος με τα υλικά αισθητήρια.
Όταν λέμε ο Χριστός είναι υιός του Θεού, η λέξη υιός δεν σημαίνει το ίδιο με ότι σημαίνει για τον άνθρωπο. Ο υιός στους ανθρώπους δεν έχει ποτέ την ίδια ηλικία με τον πατέρα, αλλά πάντοτε είναι μικρότερος. Και κάποτε, πριν γεννηθεί, ενώ υπήρχε ο πατέρας του, αυτός δεν υπήρχε. Στην Τριαδική όμως Θεότητα ο Υιός είναι συνάναρχος με τον πατέρα. Ανέκαθεν συνυπάρχει και συνευρίσκεται με Εκείνον. «Εν αρχή ην ο Λόγος, και ο λόγος ην προς τον Θεόν, και Θεός ην ο Λόγος» (Ιω. 1,1). Συνεπώς, όταν χρησιμοποιούμε λέξεις για να χαρακτηρίσουμε το Θεό, δεν μπορούμε να σκεπτόμαστε με τις ανθρώπινες κατηγορίες σκέψεως.
Έτσι κι όταν χρησιμοποιεί η Γραφή τις λέξεις οργή και θυμός για τον Θεό, πρέπει να γνωρίζουμε ότι μιλά ανθρωποπαθώς για να μας ξυπνήσει. Άσχετα αν εμείς, όταν αντιμετωπίζουμε την οποιαδήποτε παιδαγωγική ή ιατρική θεραπευτική ενέργεια του Θεού, νομίζουμε ότι ο Θεός μας μισεί και οργίζεται μαζί μας και ξεσπά πάνω μας, όπως θα νόμιζε ένας ιθαγενής της ζούγκλας του Αμαζονίου ότι ο γιατρός, που παίρνει το μαχαίρι, για να τον χειρουργήσει και έτσι να τον θεραπεύσει από μία φοβερή νόσο, είναι ένας κακούργος δολοφόνος ή ένας σαδιστής, που διασκεδάζει βασανίζοντας τους άλλους. Βεβαίως ο ασθενής θα νιώσει κάποτε, όταν περάσει η επήρεια της ναρκώσεως τον πόνο και την θεραπευτική ενέργεια της εγχειρήσεως του γιατρού να τον ταλαιπωρεί. Πλην όμως ο γιατρός έκανε ότι έκανε από αγάπη και ενδιαφέρον για τον άνθρωπο και όχι γιατί τον μισεί και θέλει να τον βασανίσει. Το ίδιο συμβαίνει και με τον Θεό.
Ο Θεός λοιπόν είναι τελείως απαθής και ήρεμος και γαλήνιος. Και η οργή του είναι ανυπόστατος κατά τους πατέρες. Τίποτα το ανθρώπινο δεν τον χαρακτηρίζει. Γι’ αυτό στον Ιερεμία (7,10) διευκρινίζει ο Θεός ότι οι άνθρωποι δεν μπορούν να τον νευριάσουν, αλλά μόνο να οργισθούν οι ίδιοι. Τον παρουσιάζει όμως η Γραφή έτσι για να συγκινήσει και να ωφελήσει τους παχύτερους πνευματικά. Το ίδιο κάνουμε κι εμείς, όταν μιλούμε με βαρβάρους, με παιδιά, με διανοητικώς αναπήρους και καθυστερημένους· κατεβαίνουμε στο επίπεδό τους και μιλάμε τη γλώσσα τους. Ψελλίζουμε και συλλαβίζουμε τις λέξεις, όταν μιλούμε στα μωρά, και προσποιούμαστε ότι θυμώνουμε και κουνούμε απειλητικά χέρια και πόδια, για να τα εντυπωσιάσουμε και να τα οδηγήσουμε στο σωστό.
«Κύριε μη τω θυμώ σου ελέγξης με, μηδέ τη οργή σου παιδεύσης με» τελικά σημαίνει μη θελήσεις να με καταδικάσεις οριστικά, αμετάκλητα και αιώνια διά τα αμαρτήματά και πλημμελήματά μου. Γι’ αυτό κι εδώ ο Δαυίδ που έγραψε τον έκτο ψαλμό, που θεωρείται από τους ερμηνευτές ως ο πρώτος από τους ψαλμούς μετανοίας (31ος, 37ος, 50ος, 101ος, 129ος και 142ος),  νιώθοντας τις τύψεις της συνειδήσεως, μετά τον έλεγχο του Νάθαν, να τον μαστιγώνουν και περιμένοντας περιδεής την τιμωρητική αντίδραση του Θεού για το διπλό έγκλημα που είχε κάνει (φόνο του αξιωματικού του και μοιχεία), ξεσπά στον Θεό ικετευτικά και παρακαλεί να τον μαλώσει, χωρίς όμως να είναι θυμωμένος και να τον τιμωρήσει αλλά όχι με οργή. Δηλαδή παρακαλεί να μη τον καταδικάσει και να τον συγχωρήσει.

«Ελέησον με, Κύριε, ότι ασθενής ειμί· ίασαι με, Κύριε, ότι εταράχθη τα οστά μου, και η ψυχή μου εταράχθη σφόδρα».
Η ασθένεια, η αδυναμία, η ψυχική ταραχή, ασχέτως αν προέρχονται από τις αμαρτίες μας ή από ανθρώπινη αδυναμία ή και επιβουλές και επιθέσεις εχθρών, που τόσο μας ταλαιπωρούν και μας κουράζουν και μας φοβίζουν, είναι αιτίες και ισχυρά ατού για να μας ελεήσει ο Θεός. Μη το ξεχνάμε αυτό και μη γκρινιάζουμε συνέχεια, όταν  έχουμε, αλλά ας φροντίσουμε να τα εκμεταλλευτούμε. Εδώ και τώρα. 

«Και συ, Κύριε, έως πότε»;
Μέχρι πότε Κύριε θα σιωπάς και δεν θ’ απαντάς στις προσευχές μου; Μέχρι πότε θα είσαι σιωπηλός; Μέχρι πότε θα με αποστρέφεσαι; Αναγνωρίζω τις αμαρτίες μου και δέχομαι την διόρθωσή σου, αρκεί να μη είναι πολύ σκληρή και με εξουθενώσει. Μήπως γίνει αιτία και μέσα στον διορθωτικό πόνο και κόπο, που θα αναθέσεις στην ύπαρξή μου, να συντριβώ και να χαθώ ολότελα.
«Μη αποστρέψης το πρόσωπόν σου απ’ εμού· εν η αν ημέρα θλίβωμαι, κλίνον προς με το ους σου· εν η αν ημέρα επικαλέσωμαι σε, ταχύ επάκουσον με» λέγει αλλού ο Δαυίδ (Ψαλμ. 101,3). Και η Εκκλησία μας ακολουθώντας την Γραφή ψάλλει· «Μη αποστρέψης το πρόσωπό σου από του παιδός σου, ότι θλίβομαι· ταχύ επακουσόν μου· πρόσχες τη ψυχή μου και λύτρωσαι αυτήν» (προκείμενο του εσπερινού της συγγνώμης, το βράδυ της Κυριακής της Τυρινής).

«Επίστρεψον, Κύριε, ρύσαι την ψυχήν μου, σώσον με ένεκεν του ελέους σου».
Ζητά να επιστρέψει ο Κύριος και να ελευθερώσει την ψυχή του. Αυτό ζητάν και επιθυμούν οι ευσεβείς και δίκαιοι. Να είναι κοντά ο Κύριος και να λυτρώνει την ψυχή τους, όπως ψάλλουμε στο προκείμενο της Τυρινής που προαναφέραμε. Ενώ οι πολλοί ένα πράγμα επιθυμούν ν’ απολαμβάνουν την ευημερία της παρούσας ζωής.
Εκτός από την ασθένεια, την αδυναμία και την ψυχική ταραχή και διάλυση, βασική αιτία για να κερδίσει ξανά την εύνοια του Θεού και την σωματικοψυχική σωτηρία του είναι και ότι ο Θεός είναι «οικτίρμων και ελεήμων, μακρόθυμος και πολυέλεος». Είναι η πηγή του ελέους. Το έλεός του κυνηγά κάθε άνθρωπο, άσχετα αν πολλές φορές δε φαίνεται. «Και το έλεός σου καταδιώξει με πάσας τας ημέρας της ζωής μου, και το κατοικείν με εν οίκω Κυρίου εις μακρότητα ημερών» (Ψαλ. 22,6). Είναι σαν να λέγει ο Δαυίδ· «Κύριε αν δεν σε συγκινούν η ασθένεια, η αδυναμία μου και η ψυχική μου ταραχή, τότε θυμήσου την ιδιότητα που έχεις. Είσαι ελεήμων και οικτίρμων, μακρόθυμος και πολυέλεος, αυτός είναι ο χαρακτήρας σου. Αυτή είναι η ιδιότητά σου. Αυτή είναι αποστολή σου και το έργο σου. Συνεπώς οφείλεις να με ελεήσεις. Σώσον με ένεκεν του ελέους σου».

«Ότι ουκ έστιν εν τω θανάτω ο μνημονεύων σου· εν δε τω Άδη τις εξομολογήσεταί σοι».
Με τα δεδομένα της Παλαιάς Διαθήκης σημαίνει ότι Κύριε αν με αφήσεις και συντριβώ και πεθάνω οριστικά πως θα σε μνημονεύω και πως θα σε δοξολογώ. Αν θες να συνεχίσω να σε λατρεύω μη με αφήσεις να καταστραφώ ολοσχερώς. Με τα δεδομένα της Καινής Διαθήκης σημαίνει ότι αν πεθάνω πνευματικά θα σε ξεχάσω οριστικά. Κι αυτό θα είναι η οριστική καταστροφή μου και η αιώνια δυστυχία μου. Πως θα εξομολογηθώ πλέον στον Άδη; Ή μάλλον κι αν εξομολογηθώ και εκφράσω μετάνοια αυτή θα είναι ανώφελη. Και ο πλούσιος μετάνιωσε όταν πήγε στον Άδη αλλά δεν τον ωφέλησε η μετάνοιά του (Λκ. 16,24-31). Και οι μωρές παρθένες θέλησαν να πάρουν λάδι, αλλά κανείς δεν τις έδιδε. Λυπήσου με λοιπόν Κύριε και μη μ’ αφήσεις να καταστραφώ.

«Εκοπίασα εν τω στεναγμώ μου, λούσω καθ’ εκάστην νύκτα την κλίνην μου, εν δάκρυσί μου την στρωμνήν μου βρέξω».
Θα πρέπει μαζί με την φιλανθρωπία του Θεού να υπάρχει και η ανθρώπινη προσπάθεια. Η ασθένεια, η αδυναμία, η ταραχή είναι μεγάλα πλεονεκτήματα για ν’ αποσπάσουμε τη χάρη του Θεού· αλλά χρειάζεται και η επιπλέον μετάνοια, κατάνυξη και συντριβή. Ο Δαυίδ τα έχει και αυτά. Στέναξε τόσο πολύ, που κουράστηκε και εξαντλήθηκε από τους στεναγμούς. Κλαίει δε τόσο, που λούζει όχι μία, δύο ή τρεις νύχτες, αλλά κάθε νύχτα το κρεβάτι του με δάκρυα και κάνει μούσκεμα το στρώμα του από τα δάκρυα που χύνει ακατάπαυστα. Οι νύχτες γι’ αυτόν δεν ήταν για ανάπαυση αλλά για θρήνους και οδυρμούς. Η μέρα με τους περισπασμούς των διαφόρων βασιλικών καθηκόντων δεν του επέτρεπε ν’ ασχοληθεί αποκλειστικά με το κλάμα και τον οδυρμό της μετάνοιας. Τη νύχτα όμως κανείς δεν τον αποσπούσε από αυτήν την ηδονή. Διότι γνωρίζουν καλά όσοι ζήσανε παρόμοιες καταστάσεις πόση ευφροσύνη προξενούν τα δάκρυα αυτά και τι ηδονή πνευματική προσφέρουν. Κι αυτόν τον οδυρμό ο Δαυίδ δεν το ενεργεί μόνο τώρα αλλά θα τον κάνει και στο μέλλον! Διότι λέγει «λούσω».
Στο χωρίο αυτό ο Δαυίδ μας εισάγει στα μεγάλα και δυσθεώρητα ύψη της μεγάλης μετάνοιας και αγιότητας. Φοβερή η αμαρτία και η πτώση του αλλά ασύγκριτα πιο φοβερή η μετάνοια και η κατάνυξή του. Υπάρχουν άνθρωποι που δεν πέσανε στα αμαρτήματά του, αλλά όμως δεν φθάσανε και στο ύψος της αγιότητάς που έφθασε αυτός, διότι δεν είχανε αυτή τη μετάνοια και την προσευχή.
Ας θυμηθούμε εδώ τα δάκρυα του Τελώνη που τον ανέβασαν πιο ψηλά από τον ενάρετο Φαρισαίο.
Ας θυμηθούμε την πόρνη Μαρία την Αιγυπτία, που έφθασε σε ύψος αρετής και αγιότητας, που δεν φθάσανε παρθένοι κληρικοί, μοναχοί και λαϊκοί, διότι δεν είχαν την μετάνοια και το πένθος της που την ώθησε να ζήσει μια ζωή ασκήσεως, υπεράνθρωπη και αγγελική.
Στο σημείο αυτό όμως θα πρέπει να θυμηθούμε επίσης και τον γίγαντα της αγιότητας τον απόστολο Παύλο, που έχυνε δάκρυα νύχτα και ημέρα, όταν νουθετούσε τους χριστιανούς της Εφέσου (Πρξ. 20,31). Διότι τα δάκρυα είναι χρήσιμα και ωφέλιμα παντού· όχι μόνο για την μετάνοια και την εξομολόγηση αλλά και για την ιεραποστολή και για την εν γένει ποιμαντική διακονία. Τα δάκρυα αυξάνουν τα σπέρματα της αρετής και ποτίζουν τον κήπο της αγιότητας.

«Εταράχθη από θυμού ο οφθαλμός μου»
Κλαίω συνεχώς, γιατί σε νιώθω οργισμένο και από τα συνεχή μου δάκρυα χαλάσανε τα μάτια μου και δεν μπορούν να δουν, είναι εκ πρώτης όψεως η ερμηνεία. 
Ο άγιος Χρυσόστομος όμως διατείνεται ότι οφθαλμόν εδώ εννοεί τον οφθαλμό της ψυχής. Το διορατικό και λογικό μέρος της ψυχής που το συνταράσσει η σκέψη των αμαρτημάτων μας. Η σκέψη ότι ο Θεός είναι «θυμωμένος» μαζί μας. Η ταραχή όμως αυτή της ψυχής μας, και πάλι κατά τον άγιο Χρυσόστομο, είναι η μητέρα της γαλήνης. Είναι η αιτία της αρετής. Ενώ αντίθετα η ησυχία και ραστώνη και ευμάρεια και κατά κόσμο ειρήνη και ασφάλεια μας οδηγούν στην καταστροφή.
              
«επαλαιώθην εν πάσι τοις εχθροίς μου».
Κατάντησα να περιφρονούμαι από τους εχθρούς μου σαν ένα παλαιό και τριμμένο ρούχο. Έγινα ερείπιο και σαράβαλο από τις επιβουλές τους. Κι αυτοί οι εχθροί μου αποκτούν περισσότερη καταστροφική δύναμη όταν πέφτω στην αμαρτία. Πρέπει λοιπόν ν’ αποκτήσω ξανά την αρετή και ν’ αποφύγω την αμαρτία.

«Απόστητε απ’ εμού πάντες οι εργαζόμενοι την ανομίαν»
Για να πετύχουμε την αρετή, συν τοις άλλοις, πρέπει ν’ αποφεύγουμε τους πονηρούς ανθρώπους. Είναι μακάριος και ευτυχισμένος ο άνθρωπος, λέγει ο πρώτος ψαλμός, που δεν πορεύεται σε παρέα ασεβών και δεν βαδίζει το δρόμο που βαδίζουν οι αμαρτωλοί. Ο δε Κύριός μας προστάσσει ακόμη και στενούς φίλους και συγγενείς, που επέχουν θέση σπουδαίων μελών του σώματός μας, όταν μας σκανδαλίζουν, να τους αποκόπτουμε από τη ζωή μας (Ματθ. 5, 29-30). Αυτό έκανε και ο Δαυίδ. Όχι μόνο δεν επεδίωκε συναναστροφές με ασεβείς και αμαρτωλούς αλλά και απέπεμπε σκαιότατα αυτούς από κοντά του.

«ότι εισήκουσε Κύριος της φωνής του κλαυθμού μου· ήκουσε Κύριος της δεήσεώς μου. Κύριος την προσευχήν μου προσεδέξατο.
Ο Δαυίδ, πολύ συχνά στους ψαλμούς του, ενώ ζητά κάτι από τον Κύριο, αμέσως μετά τον ευχαριστεί σαν να το έλαβε και εκφράζει την πεποίθησή του ότι ο Θεός άκουσε την προσευχή του. Τόσο βέβαιος είναι για την γρήγορη απάντηση του Θεού στις δεήσεις του.
Αλλά κι αν ο Θεός δεν απαντήσει κυριολεκτικά στο αίτημά μας, απαντά οπωσδήποτε παρέχοντας την χάρη του, που είναι η μεγαλύτερη δωρεά και ευεργεσία. Εδώ πρέπει να πούμε ότι και στην περίπτωση των ταμάτων θα πρέπει να δίδουμε το τάμα μας, ακόμη κι αν δεν εισακούστηκε το αίτημά μας. Διότι αλλιώς η σχέση μας με τον Θεό είναι εμπορική, στα πλαίσια του «δούναι και λαβείν». Αλλά και διότι, όπως προαναφέραμε, δεν υπάρχει περίπτωση να μη λάβουμε κάτι.

Αισχυνθείησαν και ταραχθείησαν σφόδρα πάντες οι εχθροί μου, αποστραφείησαν και καταισχυνθείησαν σφόδρα διά τάχους».
Εκ πρώτης όψεως αλλαλάζει θριαμβευτικά ο Δαυίδ για την πλήρη αποτυχία των εχθρών του να τον εξολοθρεύσουνε.  Κι αυτό συμβαίνει, αν ως εχθρούς του θεωρήσουμε τους μιαρούς και φθονερούς δαίμονες. 
Στη περίπτωση όμως που οι εχθροί είναι άνθρωποι, αν συμβεί αυτό που εύχεται ο Δαυίδ, τότε οι εχθροί του σταματούν το αμαρτωλό έργο τους και την άτιμη προσπάθειά τους. Συνεπώς ελαττώνουν την τιμωρία τους και αν συνέλθουν και μετανοήσουν σώζονται. Συνεπώς και αυτή η δέηση του Δαυίδ, κάτω από το φως της αποκαλύψεως της Καινής Διαθήκης,  έχει σωτηριολογικό χαρακτήρα και όχι απλά τιμωρητικό.


ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ
ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ
ΠΗΓΗ.ΕΥΓΕΝΙΟΣ ΒΟΥΛΓΑΡΗΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου