– αειμνήστου καθηγητού του Πανεπ. Αθηνών, Βασιλείου Βέλλα.
1 Μακάριος ανήρ,
ός ούκ επορεύθη εν βουλή ασεβών και εν οδώ αμαρτωλών ούκ έστη και επί καθέδρα λοιμών ούκ εκάθισεν
2 αλλ’ ή εν τω νόμω Κυρίου το θέλημα αυτού
και εν τω νόμω αυτού μελετήσει ημέρας και νυκτός.
3 Και έσται ώς το ξύλον το πεφυτευμένον παρά τας διεξόδους των υδάτων,
ο τον καρπόν αυτού δώσει εν καιρώ αυτού και το φύλλον αυτού ούκ απορρυήσεται και πάντα, όσα άν ποιή, κατευοδωθήσεται.
4 Ούχ ούτως οι ασεβείς, ουχ ούτως!
άλλ’ ή ώςεί χνούς, όν εκρίπτει ο άνεμος από προσώπου της γης.
5 Διά τούτο ούκ αναστήσονται οι ασεβείς εν κρίσει
ουδέ αμαρτωλοί εν βουλή δικαίων.
6 ΄Οτι γινώσκει Κύριος οδόν δικαίων
και οδός αμαρτωλών απολείται.
ός ούκ επορεύθη εν βουλή ασεβών και εν οδώ αμαρτωλών ούκ έστη και επί καθέδρα λοιμών ούκ εκάθισεν
2 αλλ’ ή εν τω νόμω Κυρίου το θέλημα αυτού
και εν τω νόμω αυτού μελετήσει ημέρας και νυκτός.
3 Και έσται ώς το ξύλον το πεφυτευμένον παρά τας διεξόδους των υδάτων,
ο τον καρπόν αυτού δώσει εν καιρώ αυτού και το φύλλον αυτού ούκ απορρυήσεται και πάντα, όσα άν ποιή, κατευοδωθήσεται.
4 Ούχ ούτως οι ασεβείς, ουχ ούτως!
άλλ’ ή ώςεί χνούς, όν εκρίπτει ο άνεμος από προσώπου της γης.
5 Διά τούτο ούκ αναστήσονται οι ασεβείς εν κρίσει
ουδέ αμαρτωλοί εν βουλή δικαίων.
6 ΄Οτι γινώσκει Κύριος οδόν δικαίων
και οδός αμαρτωλών απολείται.
Στχ. 1. Από του πρώτου στίχου καθορίζεται σαφώς το όλον θέμα του ψαλμού, ο μακαρισμός του ευσεβούς ανθρώ¬που, του οποίου η ευσέβεια χαρακτηρίζεται κατ’ αρνητικόν και θετικόν τρόπον. Ευσεβής είναι εκείνος, όστις δέν πο¬ρεύεται κατά την βουλήν, τας σκέψεις, τας επιθυμίας των ασεβών, δέν βαδίζει την οδόν των αμαρτωλών και δέν κάθηται, δέν παρευρίσκεται, εις τον τόπον, όπου συναθροί¬ζονται οι φθοροποιοί (= λοιμοί) άνθρωποι, οι χλευασταί κατά το εβραικόν κείμενον. εν άλλαις λέξεσι, δέν μετέχει των συσκέψεων των κακών τούτων ανθρώπων. Τα τρία ρή¬ματα «επορεύθη -έστη- εκάθισε», κατά κλίμακα διατε¬ταγμένα, δεικνύουν τρία στάδια της ανθρωπίνης ενεργείας. Μακάριος κατά τον ποιητήν είναι εκείνος, όστις ουδεμίαν επικοινωνίαν έχει μετά των ανθρώπων, τους οποίους διά τριών λέξεων χαρακτηρίζει ώς «ασεβείς, αμαρτωλούς, λοι¬μούς» (χλευαστάς). οι ασεβείς ούτοι, ώς εκ του όλου ψαλ¬μού φαίνεται, είναι εκείνοι, οι οποίοι δέν μελέτων τον Νόμον, αλλά ελευθεριώτερον προς αυτόν εφέροντο και εχλεύαζον είτε τους προσκεκολλημένους εις την μελέτην και το γράμμα του Νόμου, ειτε την πίστιν της ανταποδόσεως του καλού και του κακού, την οποίαν εν τοις επομένοις στίχοις αναπτύσσει ο ποιητής. Πρόκειται δε κατά πάσαν πιθανότητα περί ανθρώπων Ιουδαίων, διότι ο Εθνι¬κός κόσμος εθεωρείτο πάντοτε ασεβής ώς μή αποδεχόμε¬νος την Ισραηλ. θρησκείαν και τον Νόμον. Τοιούτου εί¬δους ασεβείς και χλευασταί Ιουδαίοι δέν θα έλειπον από κάθε εποχήν. Αλλά το αξιοσημείωτον είναι, ότι οι τοιούτοι ασεβείς παρουσιάζονται εν τω ημετέρω ψαλμώ συσκεπτόμενοι, συνερχόμενοι και αποτελούντες ιδίαν τάξιν, ίσως συλλόγους. Τούτο, εν συνδυασμώ προς τον επόμενον στίχον, όστις μας φέρει εις βραδυτέρους χρόνους, μας παρέ¬χει ισως την ένδειξιν να αναζητήσωμεν τους ασεβείς τού¬τους μεταξύ εκείνων των Ιουδαίων των Ελληνιστικών χρόνων, οι οποίοι, υπό του Ελληνικού πνεύματος και του πολιτισμού θιγέντες, ελευθεριώτερον πως εφέροντο προς τον Ισραηλιτικόν Νόμον, γενόμενοι ούτω πρόδρομοι των μετά ταύτα Ελληνιστών Ιουδαίων, οι οποίοι εζήτουν να φέρουν εις επαφήν την Ισραηλιτικήν Θρησκείαν προς την Ελληνικήν φιλοσοφίαν.
Στχ. 2. εν τω στίχω τούτω χαρακτηρίζεται θετικώς ή ευσέβεια. εν αντιθέσει προς τους ανωτέρω ασεβείς, του ευσεβούς ή θέλησις, ή επιθυμία, ή ευχαρίστησις κατά το Εβραικόν, είναι ο Νόμος. Χαρά του και τέρψις είναι ο Νόμος, η γνώσις αυτού. τον Νόμον δε τούτον μελετά ημέραν και νύκτα, δηλαδή ψελλίζει, μουρμουρίζει κατά το Εβραικόν, επαναλαμβάνων από μνήμης ολόκληρα τεμάχια του Νόμου, ώς και σήμερον ο γνήσιος Ιουδαίος, καθήμε¬νος επί της γης οκλαδόν, ψελλίζει τεμάχια του Νόμου, κινών συγχρόνως ρυθμικώς και το σώμα του. Πέραν του Νό¬μου ουδέν ο ευσεβής θέλει να γνωρίζη. Εδώ προφανώς προυποτίθεται γραπτός Νόμος, είδος τι κανόνος, συλλογής των Νόμων. Η ευσέβεια, και επομένως και η θρησκεία, παρίσταται εδώ ώς συγκεντρουμένη εις την γνώσιν του Νόμου. Δέν είναι ενταύθα οι δημιουργικοί χρόνοι της προ¬φητικής περιόδου, άλλ’ η περίοδος των επιγόνων, οι οποίοι, ανίκανοι να δημιουργήσουν τι το πρωτότυπον, προσκολ¬λώνται στερεά εις την παραδοθείσαν πνευματικήν κληρονομίαν των προγόνων και εκ ταύτης σύρουν όχι το πνευματικώτερον στοιχείον, την προφητικήν λ.χ. διδασκαλίαν, αλ¬λά τον Νόμον, τον ρυθμίζοντα τας εξωτερικάς εκφάνσεις της θρησκευτικής ζωής. Εις τούτο όμως τους αναγκάζει ένας σπουδαίος ιστορικός λόγος. ο Ιουδαισμός πάντοτε μέν, ιδία όμως κατά τους Ελληνιστικούς χρόνους, αντιμε¬τώπιζε τον κίνδυνον της φυλετικής αυτού αφομοιώσεως και κατ’ ακολουθίαν, και της απωλείας ή τουλάχιστον παρα¬φθοράς της θρησκείας αυτού. ο κίνδυνος δε ούτος κατέ¬στη απειλητικώτερος μετά την επιστροφήν εκ της Βαβυλω¬νίου αιχμαλωσίας και ιδία κατά τους Ελληνιστικούς χρό¬νους, οπότε η μεγάλη αφομοιωτική δύναμις του Ελληνικού πολιτισμού ήρχισε γοργά να μεταμορφώνη την όψιν της Ανατολής και να επιδρά και επ’ αυτών των Ιουδαίων, δημιουργούσα τους ασεβείς του ημετέρου ψαλμού. Κατά των τοιούτων εξωτερικών εχθρών αμύνεται ο Ιουδαισμός προς διάσωσιν της φυλετικής οντότητος. προς τούτο δέν ευρί¬σκει άλλο τελεσφορώτερον μέσον παρά την Θρησκείαν, ήτις διέκρινε αυτόν από των λοιπών λαών. και πάλιν εκ της θρησκείας δέν τονίζει τα καθαρώς θεωρητικά στοιχεία, τα οποία και ακατανόητα παρά τω λαώ είναι και ευκόλως δύνανται να επιφέρουν σύγχυσιν, αλλά τα εξωτερικά, τα απτά στοιχεία, τα οποία εμφανώς χωρίζουν τον Ιουδαίον από τον μή τοιούτον, τα καθοριζόμενα υπό του Νόμου. Εντεύθεν, πρώτον μέλημα των Ιουδαίων ήτο να ιδρύσουν μετά την Βαβυλώνιον αιχμαλωσίαν τον ναόν, όστις ώς ορατόν σημείον έμελλε να συγκεντρώση και συσπειρώση την Ιουδαικήν κοινότητα και έπειτα να υπερτονίσουν άλλα εξωτερικά του Νόμου σημεία, το Σάββατον, την περιτομήν, τας πλύσεις και καθάρσεις, τας εορτάς, τας θυσίας κ.λπ., πάν ό,τι εξωτερικόν ο Νόμος περιείχε. Ούτω δημιουργείται ο τύπος του Ιουδαίου του ημετέρου ψαλμού, του προσκεκολλημένου στερρώς εις τον Νόμον. Όσον περιωρισμένος και άν μας φαίνεται σήμερον ο τύπος ούτος, όμως παραμέ¬νει αληθές, ότι ούτω ο Ιουδαισμός κατώρθωσε ν’ αποφύγη το τεράστιον αφομοιωτικόν ρεύμα των χρόνων εκείνων και να σώση την Εθνικήν υπόστασίν του και μετ’ αυτής την θρησκείαν. Βεβαίως, η θρησκεία των χρόνων τούτων είναι θρησκεία του Νόμου, δημιουργούσα τον τύπον, τον προσκεκολλημένον εις τους εξωτερικούς τύπους, αλλά διά της τοιαύτης θρησκείας εσώθη η φυλετική υπόστασις των Ιου¬δαίων και μετ’ αυτής ολόκληρος η πνευματική κληρονομιά των. Μακαρισμόν του ευσεβούς έχει και ο Ιερεμίας 17,5 έξ., αλλά κατά τον Προφήτην τούτον, ευσεβής είναι ο έχων πίστιν και πεποίθησιν εις τον Θεόν και ασεβής ο πεποιθώς επί τας ανθρωπίνους δυνάμεις.
Στχ. 3. Ώς ανταμοιβή της ευσεβείας έρχεται η ευλογία του Θεού επί τον ευσεβή, ο οποίος παρίσταται ώς το δένδρον εκείνο, το οποίον, πεφυτευμένον παρά τα ρυάκια και ποτιζόμενον με άφθονα ύδατα, φέρει καρπόν και μάλι¬στα εις τον κατάλληλον χρόνον (= εν καιρώ) και είναι αειθαλές, στολισμένον πάντοτε με καταπράσινα φύλλα. Η εικών του καρποφορούντος και πάντοτε θάλλοντος δέν¬δρου είναι ωραιοτάτη και περισσότερον εντυπωσιακή εις τον άνθρωπον, όστις ζή εις την ξηράν και άνυδρον Παλαιστίνην (Πρβλ. και ψαλμ. 51,10. 91,13. Ιώβ 29,19).
Στχ. 4. το από του στίχου τούτου αρχόμενον δεύτερον μέρος του ψαλμού, ασχολείται με την τύχην των ασεβών, των οποίων την διαγωγήν δέν περιγράφει, υπεδήλωσεν όμως αυτήν εν στίχω 1. και την τύχην του ασεβούς ο ποιη¬τής παρουσιάζει υπό εικόνα. ο ασεβής είναι ώς ο χνούς, το άχυρον, το οποίον αφαρπάζει ο άνεμος και το ρίπτει μακράν. Η εικών, και αλλαχού της Π.Δ. απαντώσα (ψαλμ. 34,5, Ιώβ 21,18, Ήσ. 17,13), είναι ειλημμένη εκ της γεωρ¬γικής ζωής. εις το αλώνι, το οποίον έκειτο εις υψηλόν μέ¬ρος, ελίκμιζον τον σίτον, ανατινάσσοντες αυτόν εις τον αέ¬ρα, καθ’ όν χρόνον έπνεε άνεμος, όστις αφήρπαζε το άχυ¬ρον, ενώ οι κόκκοι του σίτου έπιπτον επί της γής. το «ούχ ούτως» (= δέν ευδοκιμούν κατ’ αυτόν τον τρόπον οι ασε¬βείς) δίς επαναλαμβάνεται χάριν εμφάσεως.
Στχ. 5. Περαιτέρω ο ποιητής απειλεί τους ασεβείς διά κρίσεως, υφ’ ήν δέν πρέπει να εννοήσωμεν την τελικήν, την εσχατολογικήν κρίσιν, αλλά την καθ’ ημέραν εν τή παρούση ζωή γινομένην, του Θεού τιμωρούντος τους ασεβείς. εν τή τοιαύτη κρίσει, οι ασεβείς δέν δύνανται να σταθούν όρθιοι («ού στήσονται» κατά το Έβρ.), αλλά θα πέσουν, θα συντριβούν. το «ούκ αναστήσονται» των ο δύναται να οδηγήση εις παρανόησιν, ότι δηλ. πρόκειται ενταύθα περί μή αναστάσεως των ασεβών εκ νεκρών κατά την τελικήν κρίσιν. οι τοιούτοι αμαρτωλοί περαιτέρω δέν δύνανται να σταθούν, να είναι μέλη της κοινότητος (εν βουλή) των δικαίων, των ευσεβών, περί των οποίων ο ποιητής ωμίλησεν εις τους προηγουμένους στίχους. τους τοιούτους ασε¬βείς αποκλείει της Ιουδαικής κοινότητος ο ποιητής μας. Ορθώς ο Κύριλλος ο Αλεξανδρείας παρατηρεί. «Αναστή¬σονται δε οι αμαρτωλοί, άλλ’ ούκ έσονται εν τη βουλή και τω τάγματι των δικαίων» (Migne 69,720).
Στχ. 6. εις τον τελευταίον τούτον στχ. ο ποιητής συνοψίζων ομιλεί πάλιν περί της τύχης των ευσεβών και ασεβών. οι πρώτοι τελούν υπό την προστασίαν και επίβλεψιν του Θεού, όστις «γινώσκει», φροντίζει, μεριμνά διά την οδόν, την πορείαν, την εξέλιξιν αυτών, ενώ οι ασεβείς ασφαλώς θα καταστραφούν, παρά τας διακυμάνσεις της ζωής, αι οποίαι προσωρινώς ίσως φαίνονται ενίοτε να μην επαληθεύουν την πίστιν ταύτην.
* * *
Ο ψαλμός ούτος, κατά την ποιητικήν αυτού τέχνην, δέν είναι από τα καλλίτερα τεμάχια της Εβραικής ποιήσεως. το θέμα του επίσης είναι απλούν, ο μακαρισμός του ευσε¬βούς, και αι ιδέαι είναι απλαί, άνευ ιδιαιτέρας τινός επεξεργασίας, καθ’ απλούν άλλά σαφή τρόπον διατυπούμεναι, εν ειδει αποφθεγμάτων. Κατά την μορφήν και το περιεχόμενον αυτού ο ψαλμός ανήκει εις την Σοφιολογικήν γραμματείαν. Ετέθη εν αρχή του ψαλτηρίου, ώς εισαγωγή τρόπον τινά, είτε εις ολόκληρον το ψαλτήριον είτε εις μίαν των συλλογών, εξ ων το ψαλτήριον αποτελείται. Εφέρετο δε κατά το Εβραικόν και συνηνωμένος μετά του ψαλμ. 2 (Πρβλ. Μ. Αθανάσιον, Migne 27,56).
Ο μακαρισμός του ευσεβούς είναι πάντοτε θέμα επίκαιρον διά τον Ιεροκήρυκα, χρειάζεται όμως προσοχή εις το περιεχόμενον, το οποίον θα δώση ο Ιεροκήρυξ εις την ευσέβειαν, ώς και επιδεξία ανάπτυξις της εννοίας της ανταποδόσεως του καλού και του κακού, ήτις δέν πρέπει να περιορισθή εις το υλικόν πεδίον, αλλά να προσλάβη πνευ¬ματικόν χαρακτήρα. το διδακτικώτερον όμως σημείον, το οποίον παρέχει ο ψαλμός είναι τούτο, ότι δηλαδή η εκτίμησις και η ανάδειξις της πνευματικής κληρονομίας των πατέρων, ενταύθα δε της θρησκείας, είναι το ασφαλέστερον μέσον της συγκρατήσεως, της διασώσεως της φυλετικής υποστά¬σεως παντός λαού, όστις ήθελε ευρεθή εις κρισίμους ιστορικάς στιγμάς, αναλόγους προς εκείνας, εις άς ευρέθη ο Ιουδαικός λαός. Έθνος, το οποίον, ενώ αντιμετωπίζει τον κίνδυνον της φυλετικής και πνευματικής αφομοιώσεως ύπ’ άλλων λαών, υποτιμά, υποσκάπτει ή και απεμπολεί την πνευματικήν κληρονομίαν του, χάνει μίαν των ισχυροτέρων βάσεων της υπάρξεως αυτού.
Στχ. 2. εν τω στίχω τούτω χαρακτηρίζεται θετικώς ή ευσέβεια. εν αντιθέσει προς τους ανωτέρω ασεβείς, του ευσεβούς ή θέλησις, ή επιθυμία, ή ευχαρίστησις κατά το Εβραικόν, είναι ο Νόμος. Χαρά του και τέρψις είναι ο Νόμος, η γνώσις αυτού. τον Νόμον δε τούτον μελετά ημέραν και νύκτα, δηλαδή ψελλίζει, μουρμουρίζει κατά το Εβραικόν, επαναλαμβάνων από μνήμης ολόκληρα τεμάχια του Νόμου, ώς και σήμερον ο γνήσιος Ιουδαίος, καθήμε¬νος επί της γης οκλαδόν, ψελλίζει τεμάχια του Νόμου, κινών συγχρόνως ρυθμικώς και το σώμα του. Πέραν του Νό¬μου ουδέν ο ευσεβής θέλει να γνωρίζη. Εδώ προφανώς προυποτίθεται γραπτός Νόμος, είδος τι κανόνος, συλλογής των Νόμων. Η ευσέβεια, και επομένως και η θρησκεία, παρίσταται εδώ ώς συγκεντρουμένη εις την γνώσιν του Νόμου. Δέν είναι ενταύθα οι δημιουργικοί χρόνοι της προ¬φητικής περιόδου, άλλ’ η περίοδος των επιγόνων, οι οποίοι, ανίκανοι να δημιουργήσουν τι το πρωτότυπον, προσκολ¬λώνται στερεά εις την παραδοθείσαν πνευματικήν κληρονομίαν των προγόνων και εκ ταύτης σύρουν όχι το πνευματικώτερον στοιχείον, την προφητικήν λ.χ. διδασκαλίαν, αλ¬λά τον Νόμον, τον ρυθμίζοντα τας εξωτερικάς εκφάνσεις της θρησκευτικής ζωής. Εις τούτο όμως τους αναγκάζει ένας σπουδαίος ιστορικός λόγος. ο Ιουδαισμός πάντοτε μέν, ιδία όμως κατά τους Ελληνιστικούς χρόνους, αντιμε¬τώπιζε τον κίνδυνον της φυλετικής αυτού αφομοιώσεως και κατ’ ακολουθίαν, και της απωλείας ή τουλάχιστον παρα¬φθοράς της θρησκείας αυτού. ο κίνδυνος δε ούτος κατέ¬στη απειλητικώτερος μετά την επιστροφήν εκ της Βαβυλω¬νίου αιχμαλωσίας και ιδία κατά τους Ελληνιστικούς χρό¬νους, οπότε η μεγάλη αφομοιωτική δύναμις του Ελληνικού πολιτισμού ήρχισε γοργά να μεταμορφώνη την όψιν της Ανατολής και να επιδρά και επ’ αυτών των Ιουδαίων, δημιουργούσα τους ασεβείς του ημετέρου ψαλμού. Κατά των τοιούτων εξωτερικών εχθρών αμύνεται ο Ιουδαισμός προς διάσωσιν της φυλετικής οντότητος. προς τούτο δέν ευρί¬σκει άλλο τελεσφορώτερον μέσον παρά την Θρησκείαν, ήτις διέκρινε αυτόν από των λοιπών λαών. και πάλιν εκ της θρησκείας δέν τονίζει τα καθαρώς θεωρητικά στοιχεία, τα οποία και ακατανόητα παρά τω λαώ είναι και ευκόλως δύνανται να επιφέρουν σύγχυσιν, αλλά τα εξωτερικά, τα απτά στοιχεία, τα οποία εμφανώς χωρίζουν τον Ιουδαίον από τον μή τοιούτον, τα καθοριζόμενα υπό του Νόμου. Εντεύθεν, πρώτον μέλημα των Ιουδαίων ήτο να ιδρύσουν μετά την Βαβυλώνιον αιχμαλωσίαν τον ναόν, όστις ώς ορατόν σημείον έμελλε να συγκεντρώση και συσπειρώση την Ιουδαικήν κοινότητα και έπειτα να υπερτονίσουν άλλα εξωτερικά του Νόμου σημεία, το Σάββατον, την περιτομήν, τας πλύσεις και καθάρσεις, τας εορτάς, τας θυσίας κ.λπ., πάν ό,τι εξωτερικόν ο Νόμος περιείχε. Ούτω δημιουργείται ο τύπος του Ιουδαίου του ημετέρου ψαλμού, του προσκεκολλημένου στερρώς εις τον Νόμον. Όσον περιωρισμένος και άν μας φαίνεται σήμερον ο τύπος ούτος, όμως παραμέ¬νει αληθές, ότι ούτω ο Ιουδαισμός κατώρθωσε ν’ αποφύγη το τεράστιον αφομοιωτικόν ρεύμα των χρόνων εκείνων και να σώση την Εθνικήν υπόστασίν του και μετ’ αυτής την θρησκείαν. Βεβαίως, η θρησκεία των χρόνων τούτων είναι θρησκεία του Νόμου, δημιουργούσα τον τύπον, τον προσκεκολλημένον εις τους εξωτερικούς τύπους, αλλά διά της τοιαύτης θρησκείας εσώθη η φυλετική υπόστασις των Ιου¬δαίων και μετ’ αυτής ολόκληρος η πνευματική κληρονομιά των. Μακαρισμόν του ευσεβούς έχει και ο Ιερεμίας 17,5 έξ., αλλά κατά τον Προφήτην τούτον, ευσεβής είναι ο έχων πίστιν και πεποίθησιν εις τον Θεόν και ασεβής ο πεποιθώς επί τας ανθρωπίνους δυνάμεις.
Στχ. 3. Ώς ανταμοιβή της ευσεβείας έρχεται η ευλογία του Θεού επί τον ευσεβή, ο οποίος παρίσταται ώς το δένδρον εκείνο, το οποίον, πεφυτευμένον παρά τα ρυάκια και ποτιζόμενον με άφθονα ύδατα, φέρει καρπόν και μάλι¬στα εις τον κατάλληλον χρόνον (= εν καιρώ) και είναι αειθαλές, στολισμένον πάντοτε με καταπράσινα φύλλα. Η εικών του καρποφορούντος και πάντοτε θάλλοντος δέν¬δρου είναι ωραιοτάτη και περισσότερον εντυπωσιακή εις τον άνθρωπον, όστις ζή εις την ξηράν και άνυδρον Παλαιστίνην (Πρβλ. και ψαλμ. 51,10. 91,13. Ιώβ 29,19).
Στχ. 4. το από του στίχου τούτου αρχόμενον δεύτερον μέρος του ψαλμού, ασχολείται με την τύχην των ασεβών, των οποίων την διαγωγήν δέν περιγράφει, υπεδήλωσεν όμως αυτήν εν στίχω 1. και την τύχην του ασεβούς ο ποιη¬τής παρουσιάζει υπό εικόνα. ο ασεβής είναι ώς ο χνούς, το άχυρον, το οποίον αφαρπάζει ο άνεμος και το ρίπτει μακράν. Η εικών, και αλλαχού της Π.Δ. απαντώσα (ψαλμ. 34,5, Ιώβ 21,18, Ήσ. 17,13), είναι ειλημμένη εκ της γεωρ¬γικής ζωής. εις το αλώνι, το οποίον έκειτο εις υψηλόν μέ¬ρος, ελίκμιζον τον σίτον, ανατινάσσοντες αυτόν εις τον αέ¬ρα, καθ’ όν χρόνον έπνεε άνεμος, όστις αφήρπαζε το άχυ¬ρον, ενώ οι κόκκοι του σίτου έπιπτον επί της γής. το «ούχ ούτως» (= δέν ευδοκιμούν κατ’ αυτόν τον τρόπον οι ασε¬βείς) δίς επαναλαμβάνεται χάριν εμφάσεως.
Στχ. 5. Περαιτέρω ο ποιητής απειλεί τους ασεβείς διά κρίσεως, υφ’ ήν δέν πρέπει να εννοήσωμεν την τελικήν, την εσχατολογικήν κρίσιν, αλλά την καθ’ ημέραν εν τή παρούση ζωή γινομένην, του Θεού τιμωρούντος τους ασεβείς. εν τή τοιαύτη κρίσει, οι ασεβείς δέν δύνανται να σταθούν όρθιοι («ού στήσονται» κατά το Έβρ.), αλλά θα πέσουν, θα συντριβούν. το «ούκ αναστήσονται» των ο δύναται να οδηγήση εις παρανόησιν, ότι δηλ. πρόκειται ενταύθα περί μή αναστάσεως των ασεβών εκ νεκρών κατά την τελικήν κρίσιν. οι τοιούτοι αμαρτωλοί περαιτέρω δέν δύνανται να σταθούν, να είναι μέλη της κοινότητος (εν βουλή) των δικαίων, των ευσεβών, περί των οποίων ο ποιητής ωμίλησεν εις τους προηγουμένους στίχους. τους τοιούτους ασε¬βείς αποκλείει της Ιουδαικής κοινότητος ο ποιητής μας. Ορθώς ο Κύριλλος ο Αλεξανδρείας παρατηρεί. «Αναστή¬σονται δε οι αμαρτωλοί, άλλ’ ούκ έσονται εν τη βουλή και τω τάγματι των δικαίων» (Migne 69,720).
Στχ. 6. εις τον τελευταίον τούτον στχ. ο ποιητής συνοψίζων ομιλεί πάλιν περί της τύχης των ευσεβών και ασεβών. οι πρώτοι τελούν υπό την προστασίαν και επίβλεψιν του Θεού, όστις «γινώσκει», φροντίζει, μεριμνά διά την οδόν, την πορείαν, την εξέλιξιν αυτών, ενώ οι ασεβείς ασφαλώς θα καταστραφούν, παρά τας διακυμάνσεις της ζωής, αι οποίαι προσωρινώς ίσως φαίνονται ενίοτε να μην επαληθεύουν την πίστιν ταύτην.
* * *
Ο ψαλμός ούτος, κατά την ποιητικήν αυτού τέχνην, δέν είναι από τα καλλίτερα τεμάχια της Εβραικής ποιήσεως. το θέμα του επίσης είναι απλούν, ο μακαρισμός του ευσε¬βούς, και αι ιδέαι είναι απλαί, άνευ ιδιαιτέρας τινός επεξεργασίας, καθ’ απλούν άλλά σαφή τρόπον διατυπούμεναι, εν ειδει αποφθεγμάτων. Κατά την μορφήν και το περιεχόμενον αυτού ο ψαλμός ανήκει εις την Σοφιολογικήν γραμματείαν. Ετέθη εν αρχή του ψαλτηρίου, ώς εισαγωγή τρόπον τινά, είτε εις ολόκληρον το ψαλτήριον είτε εις μίαν των συλλογών, εξ ων το ψαλτήριον αποτελείται. Εφέρετο δε κατά το Εβραικόν και συνηνωμένος μετά του ψαλμ. 2 (Πρβλ. Μ. Αθανάσιον, Migne 27,56).
Ο μακαρισμός του ευσεβούς είναι πάντοτε θέμα επίκαιρον διά τον Ιεροκήρυκα, χρειάζεται όμως προσοχή εις το περιεχόμενον, το οποίον θα δώση ο Ιεροκήρυξ εις την ευσέβειαν, ώς και επιδεξία ανάπτυξις της εννοίας της ανταποδόσεως του καλού και του κακού, ήτις δέν πρέπει να περιορισθή εις το υλικόν πεδίον, αλλά να προσλάβη πνευ¬ματικόν χαρακτήρα. το διδακτικώτερον όμως σημείον, το οποίον παρέχει ο ψαλμός είναι τούτο, ότι δηλαδή η εκτίμησις και η ανάδειξις της πνευματικής κληρονομίας των πατέρων, ενταύθα δε της θρησκείας, είναι το ασφαλέστερον μέσον της συγκρατήσεως, της διασώσεως της φυλετικής υποστά¬σεως παντός λαού, όστις ήθελε ευρεθή εις κρισίμους ιστορικάς στιγμάς, αναλόγους προς εκείνας, εις άς ευρέθη ο Ιουδαικός λαός. Έθνος, το οποίον, ενώ αντιμετωπίζει τον κίνδυνον της φυλετικής και πνευματικής αφομοιώσεως ύπ’ άλλων λαών, υποτιμά, υποσκάπτει ή και απεμπολεί την πνευματικήν κληρονομίαν του, χάνει μίαν των ισχυροτέρων βάσεων της υπάρξεως αυτού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου