Κυριακή 31 Ιανουαρίου 2021

ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΟΥ ΕΞΑΨΑΛΜΟΥ




ΠΡΟΛΟΓΟΣ

 παρούσα μικρά ἐργασία εἶναι μία ἑρμηνευτική ἀπόδοση σέ κηρυκτική μορφή τῶν Ψαλμῶν τοῦ Ἑξαψάλμου. «Ἑξάψαλμος» εἶναι οἱ ἕξι Ψαλμοί πού διαβάζονται στήν ἀρχή τῆς Ἀκολουθίας τοῦ Ὄρθρου. Ἡ λατρεία τῆς Ἐκκλησίας μας εἶναι ὑπέροχη, εἶναι θεόπνευστη! Μόνον ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι ἔχουμε τέτοια λατρεία καί κατά μία ἑρμηνεία – πολύ σωστή βέβαια – λεγόμαστε «Ὀρθόδοξοι», ἐπειδή «ὀρθά» «δοξάζουμε» τόν Θεό. Οἱ αἱρετικοί (σ᾽ αὐτούς ἐννοοῦμε καί τούς Παπικούς), ἐπειδή δέν ἔχουν σωστό Θεό, δέν ἔχουν καί σωστή λατρεία.

Γιά νά εἶναι ὅμως ἡ λατρεία μας ἀπολαυστική, πρέπει νά ἐννοοῦμε τί λέγεται σ᾽ αὐτήν. Γι᾽ αὐτό καί θεωροῦμε ὡς λίαν ἀπαραίτητα τά ἑρμηνευτικά κηρύγματα ἐπί τῶν ἱερῶν ἀναγνωσμάτων καί τῶν τροπαρίων τῆς λατρείας μας, γιά νά ἐννοεῖ ὁ εὐσεβής λαός μας τά ἀκουόμενα σ᾽ αὐτήν. Δέν θεωροῦμε καθόλου σωστό τό νά ἀποδίδουμε τά ἱερά Ἁγιογραφικά Ἀναγνώσματα τῆς λατρείας μας σέ μετάφραση, μέ τήν δικαιολογία ὅτι ὁ λαός μας δέν τά ἐννοεῖ. Ἐάν εἶναι ἀλήθεια, καί εἶναι ἀλήθεια βέβαια, ὅτι ὁ λαός δέν ἐννοεῖ τά Ἱερά Ἀναγνώσματα, ἄς τοῦ δώσουμε τήν ἑρμηνεία τῶν Ἀναγνωσμάτων αὐτῶν, ὅπως ἔτσι ἔκαναν οἱ ἅγιοι Πατέρες μας. Οἱ ἅγιοι Πατέρες δέν μετέφρασαν τά κείμενα, γιά νά τά εἰσαγάγουν ἔτσι μεταφρασμένα στήν λατρεία, ἀλλά, ὅπως τό βλέπουμε καί τό ἀπολαμβάνουμε στά ἔργα τους, ἑρμήνευαν τά κείμενα σέ σειρά ὁμιλιῶν τους πρός τούς πιστούς. Ἔπειτα, ὅπως τό ἐννοοῦμε καλά, καί μέ τήν μετάφραση ἀκόμη τῶν ἱερῶν κειμένων δέν γίνονται κατανοητά αὐτά. Κατανοητό τό ἱερό κείμενο τό κάνει ἡ ἑρμηνεία.
Εἶναι λυπηρό, εἶναι πολύ λυπηρό, τό παρατηρούμενο σέ ἐμᾶς ὅτι τά κηρύγματά μας δέν εἶναι ἑρμηνευτικά, ἀλλά εἶναι κηρύγματα πού λίγο ἤ πολύ λέγουν τό νά εἴμαστε καλοί ἄνθρωποι μέ καλή συμπεριφορά στήν κοινωνία. Αὐτά τά κηρύγματα ὅμως, ἤ καί τά ὅμοια μέ αὐτά, δέν μορφώνουν θεολογικά τούς χριστιανούς μας, δέν τούς κάνουν ἐπιθυμητάς τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τῆς διδασκαλίας τῶν ἁγίων Πατέρων καί δέν τούς μαθαίνουν, τέλος πάντων, τήν Ὀρθόδοξη Πίστη, γιά νά τήν ὁμολογήσουν ἔπειτα αὐτήν μέ δυναμισμό στούς αἱρετικούς, πού μπλέκονται στά πόδια τους.
Τήν ἀνάγκη νά διδάσκονται οἱ χριστιανοί μας στό κήρυγμα τά Ἱερά Ἀναγνώσματα τῆς Ἁγίας Γραφῆς ἤ τουλάχιστον τά ἀναγνώσματα, πού ἀκοῦμε στήν θεία Λατρεία, τήν ἐτόνιζε ἐπίμονα, καί γραπτῶς καί προφορικῶς ἀπό τῆς ἕδρας, ὁ μακαριστός Καθηγητής μας Βασίλειος Βέλλας. Ἡ παρότρυνση αὐτή τοῦ ἀειμνήστου Διδασκάλου ὁμίλησε δυνατά στήν ψυχή μου ἀπό τά πρῶτα ἔτη τῆς κηρυκτικῆς μου διακονίας καί πολύ συχνά, καί σέ μορφωμένα ἀλλά καί σέ λαϊκά ἀκροατήρια, ἔκανα τοιαῦτα κηρύγματα, τά ὁποῖα ἔβλεπα ὅτι εὐχαριστοῦσαν ἰδιαίτερα τούς ἀκροατές. Ἐπιθυμῶ νά δώσω καί γραπτῶς μερικά τοιαῦτα κηρύγματα καί ἀρχίζω ἀπό τό ἱερό Ψαλτήριο. Ὡς βοηθήματά μου χρησιμοποιῶ τά ὑπάρχοντα ἑρμηνευτικά βοηθήματα στό βιβλίο τῶν Ψαλμῶν (βλ. βιβλιογραφία στό ἱερό βιβλίο στήν Ἑρμηνευτική Σειρά τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, Ἔκδοση Ἀδελφότητος Θεολόγων «Ο ΣΩΤΗΡ»), ἰδιαιτέρως ὅμως χρησιμοποιῶ τό βιβλίο τοῦ Διδασκάλου Βασιλείου Βέλλα ΕΚΛΕΚΤΟΙ ΨΑΛΜΟΙ.

† Ὁ Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως
Ἰερεμίας

Mαΐου 2012
Ἑορτή τοῦ προφήτου Ἠσαΐου





 
Ψαλμ. Γ΄ 3

Ψαλμὸς τῷ Δαυΐδ,
ὁπότε ἀπεδίδρασκεν ἀπὸ προσώπου
Ἀβεσσαλὼμ τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ

  Κύριε, τί ἐπληθύνθησαν οἱ θλίβοντές με; Πολλοὶ ἐπανίστανται ἐπ᾿ ἐμέ· 3 πολλοὶ λέγουσι τῇ ψυχῇ μου· οὐκ ἔστι σωτηρία αὐτῷ ἐν τῷ Θεῷ αὐτοῦ (διάψαλμα). 4 Σὺ δέ, Κύριε, ἀντιλήπτωρ μου εἶ, δόξα μου καὶ ὑψῶν τὴν κεφαλήν μου. 5 Φωνῇ μου πρὸς Κύριον ἐκέκραξα, καὶ ἐπήκουσέ μου ἐξ ὄρους ἁγίου αὐτοῦ (διάψαλμα). 6 Ἐγὼ ἐκοιμήθην καὶ ὕ­πνωσα· ἐξηγέρθην, ὅτι Κύριος ἀντιλήψεταί μου. 7 Οὐ φοβηθήσομαι ἀπὸ μυριάδων λαοῦ τῶν κύκλῳ συνεπιτιθεμένων μοι. 8 Ἀνάστα, Κύριε, σῶσόν με, ὁ Θεός μου, ὅτι σὺ ἐπάταξας πάντας τοὺς ἐχθραίνοντάς μοι ματαίως, ὀδόντας ἁμαρτωλῶν συνέτριψας. 9 Τοῦ Κυρίου ἡ σωτηρία, καὶ ἐπὶ τὸν λαόν σου ἡ εὐλογία σου.

Στόν μικρό αὐτό ψαλμό ἀκοῦμε τόν ποιητή του νά θρηνεῖ καί νά στενάζει, γιατί βλέπει πολλούς, οἱ ὁποῖοι τόν θλίβουν καί ἐπαναστατοῦν ἐναντίον του. Ἀλλά ὁ ψαλμωδός μας πιστεύει στόν Θεό, γι᾿ αὐτό καί στόν πόνο του καί τήν ἀγωνία του αὐτή ἀπευθύνεται πρός Αὐτόν καί τοῦ λέγει: «Κύριε, τί ἐπληθύνθησαν οἱ θλίβοντές με; Πολλοί ἐπανίστανται ἐπ᾿ ἐμέ». Πόσο πολλοί, Θεέ μου, λέγει, ἔγιναν οἱ ἐχθροί μου! Καί ὁ ποιητής φαντάζεται τούς ἐχθρούς του σάν ἕνα στράτευμα πού ὁρμᾶ ἐναντίον του, γι᾿ αὐτό καί λέγει «ἐπανίστανται ἐπ᾿ ἐμέ» (στίχ. 2). Ἀπό τήν ἔκφραση αὐτή μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι ἐδῶ πρόκειται γιά κάποιον στρατιωτικό ἤ πολιτικό ἀρχηγό ἤ ἀκόμη καί γιά ἕνα ἀρχιερέα, ἐναντίον τῶν ὁποίων ἐπαναστάτησε ἕνα μέρος τοῦ λαοῦ. Ἀλλ᾿ αὐτό δέν εἶναι βέβαιο, γιατί εἶναι συνηθισμένο στό Ψαλτήριο νά παρομοιάζονται μέ ἐρχόμενο στράτευμα οἱ ἐχθροί πού κινοῦνται ἐναντίον κάποιου (βλ. Ψαλμ. 21,3. 52,2. 58,2. 61,4. 108,3. 119,7).
Οἱ ἐχθροί ὅμως τοῦ ψαλμωδοῦ τόν πονοῦν ἀκόμη περισσότερο, γιατί δέν τόν θλίβουν μόνο μέ τά ὅσα κακά τοῦ προξενοῦν – καί τά ὁποῖα δέν ὀνομάζει ὁ ποιητής μας –, ἀλλά τόν πονοῦν, γιατί τοῦ εἰρωνεύονται τήν πίστη του στόν Θεό. Τοῦ λέγουν: «Οὐκ ἔστι σωτηρία αὐτῷ ἐν τῷ Θεῷ αὐτοῦ» (στίχ. 3). Ἔβλεπαν δηλαδή οἱ ἐχθροί του ὅτι στήν πολεμική, πού αὐτοί τοῦ κάνουν, αὐτός ὁ ποιητής κατέφευγε μέ πίστη στό Θεό, γιά νά πάρει δύναμη ἀπ᾿ Αὐτόν μέ τήν προσευχή. Ἀλλά ἔβλεπαν ὅτι ὁ ποιητής ἐξακολουθεῖ νά εὑρίσκεται στήν δεινή του θέση καί νά μή λαμβάνει τήν θεία βοήθεια πού αὐτός ζητοῦσε. Γι᾿ αὐτό ἀκριβῶς τόν εἰρωνεύονταν καί τοῦ ἔλεγαν τόν πικρό λόγο «οὐκ ἔστι σωτηρία αὐτῷ ἐν τῷ Θεῷ αὐτοῦ». Σάν νά ἔλεγαν: Τί κουράζεται; Ἀφοῦ τόν ἐγκατέλειψε ὁ Θεός του. Ἀλλά ἐδῶ πρέπει νά σταθοῦμε καί νά θαυμάσουμε τόν ψαλμωδό μας, γιατί, παρά τήν ἐπί πολύ εἰρωνεία τῶν ἐχθρῶν του, αὐτός στεκόταν ἑδραῖος στήν πίστη του καί συνεχῶς προσευχόταν καί δέν κλονιζόταν.
Ἀλλά ἡ πίστη τοῦ ποιητοῦ τοῦ ἔδωσε πράγματι κουράγιο καί δυνάμωσε τήν θλιμμένη καί καταπεσμένη ψυχή του. Γι᾿ αὐτό καί τώρα τόν ἀκοῦμε νά ἐκφράζεται μέ σταθερότητα καί δυναμισμό: «Σύ, Κύριε, – λέγει – ἀντιλήπτωρ μου εἶ, δόξα μου καί ὑψῶν τήν κεφαλήν μου» (στίχ. 4). Σάν νά λέγει: Θεέ μου, πιστεύω ὅτι θά μέ βοηθήσεις, ὅτι θά φανεῖς «ἀντιλήπτωρ μου». Καί τότε θά μέ δοξάσεις καί θά μέ κάνεις νά περπατῶ μέ ὑψωμένο τό κεφάλι! «Δόξα μου καί ὑψῶν τήν κεφαλήν μου»! Δηλαδή, μέχρι τώρα ὁ ποιητής, λόγω τῆς πολεμικῆς τῶν ἐχθρῶν του, ἦταν τεταπεινωμένος καί συντετριμμένος καί περπατοῦσε μέ σκυμμένο τό κεφάλι του, μή βλέποντας μάλιστα ἄμεση καί τήν θεία βοήθεια. Ἡ πίστη του ὅμως δέν τόν ἄφησε νά καταπέσει, ἀλλά ἀπό τό βάθος τῆς θλίψεώς του ἔκανε ἅλμα εἰς ὕψος καί τονωμένος τώρα καί δυναμωμένος δηλώνει μέ σταθερότητα τήν πίστη του στόν Θεό λέγοντας: Θά μέ βοηθήσει καί θά μέ ὑπερασπίσει καί θά μέ δοξάσει ὁ Θεός μου. «Σύ, Κύριε, ἀντιλήπτωρ μου εἶ, δόξα μου καί ὑψῶν τήν κεφαλήν μου»!
Ἡ πίστη ὅμως αὐτή τοῦ ποιητοῦ μας δέν εἶναι ἕνα πρόχειρο ἐνθουσιαστικό συναίσθημα, ἀλλά στηρίζεται σέ γεγονότα, σέ προηγούμενα γεγονότα τῆς ζωῆς του. Ὁ ποιητής μας τώρα γυρίζει στό παρελθόν καί θυμᾶται ζωηρά ὅτι καί ἄλλες φορές βρέθηκε σέ δύσκολες περιστάσεις καταδιώξεως ἐχθρῶν καί θλιβερῶν γεγονότων καί τότε πάλι κατέφυγε μέ πίστη στόν Θεό, στόν ἅγιο ναό του, καί ὁ Θεός τόν βοήθησε. Αὐτές τίς ὡραῖες ἀναμνήσεις τοῦ παρελθόντος θυμᾶται τώρα ὁ ποιητής μας καί λέγει: «Φωνῇ μου πρός Κύριον ἐκέκραξα καί ἐπήκουσέ μου ἐξ ὄρους ἁγίου αὐτοῦ» (στίχ. 5). Ὅταν, δηλαδή, παλαιά κατέφευγα στόν Θεό, στόν ἅγιο ναό του, πού εἶναι κτισμένος στό ὄρος τῆς Σιών («ἐξ ὄρους ἁγίου»), τότε ὁ Θεός μέ ἄκουγε. Καί αὐτό γιά τόν ποιητή μας σημαίνει ὅτι, ὅπως παλαιά ἔτσι καί τώρα θά τόν βοηθήσει ἀσφαλῶς ὁ Θεός. Αὐτό δέ πού κάνει ὁ ποιητής μας ἐδῶ, τό νά ἀναπολεῖ τό παρελθόν σέ δύσκολες στιγμές τῆς ζωῆς του καί νά παίρνει δύναμη ἀπό αὐτές, γιατί εἶδε τότε τήν θεία βοήθεια, τό κάνουν καί ἄλλοι ψαλμωδοί (βλ. Ψαλμ. 62,3. 142,5).
Ἀλλά ὁ ποιητής τοῦ ψαλμοῦ μας ἐδῶ δέν εἶδε μόνο στό μακρυνό παρελθόν τήν θεία βοήθεια, γιά νά λέει «φωνῇ μου πρός Κύριον ἐκέκραξα καί ἐπήκουσέ μου ἐξ ὄρους ἁγίου αὐτοῦ» (στίχ. 5), ἀλλά τήν βλέπει καί τώρα τελευταῖα. Τήν προηγούμενη νύχτα εἶδε τόν Θεό του βοηθό καί ἀντιλήπτορα. Τήν προηγούμενη νύχτα πού, ὅπως φαίνεται, θά ἦταν ἐπικίνδυνη γι᾿ αὐτόν, ὁ ποιητής ἔπεσε σέ ὕπνο ἤρεμο καί βαθύ καί σηκώθηκε τό πρωί χωρίς νά τοῦ συμβεῖ κανένα κακό. Καί σ᾿ αὐτό εἶδε φανερά τήν «ἀντίληψη», τήν προστασία τοῦ Θεοῦ. Γι᾿ αὐτό καί λέγει: «Ἐγώ ἐκοιμήθην καί ὕπνωσα, ἐξηγέρθην ὅτι Κύριος ἀντιλήψεταί μου» (στίχ. 6).
Ἔτσι λοιπόν μέ ἀποδείξεις καί ἀπό τό μακρυνό καί ἀπό τό πρόσφατο παρελθόν καί ἀπό αὐτήν τήν παρελθούσα νύχτα ὁ ποιητής μας ἔχει βαθειά τήν πεποίθηση ὅτι ὁ Κύριος ἀσφαλῶς καί τώρα, στήν παρούσα δεινή του κατάσταση, θά τόν βοηθήσει. Γι᾿ αὐτό καί μέ βεβαιότητα πιά λέγει περί τῶν τωρινῶν ἐχθρῶν του, πού τόν ἀπειλοῦν: «Οὐ φοβηθήσομαι ἀπό μυριάδων λαοῦ τῶν κύκλῳ συνεπιτιθεμένων μοι» (στίχ. 7). Ἄς παρατηρήσουμε πόσο ζωηρός εἶναι ὁ τόνος τῶν λόγων αὐτῶν τοῦ ποιητοῦ καί πόσο ἐλπιδοφόρο καί αἰσιόδοξο εἶναι τό ὕφος του, ἐνῶ πρῶτα, στούς πρώτους στίχους τοῦ ψαλμοῦ μας, εἴδαμε πονεμένο καί θλιμμένο καί ἀπαισιόδοξο τό ὕφος του.
Στό τέλος τοῦ ψαλμοῦ του ὁ ποιητής μας ἀποτείνεται στόν Θεό λέγοντάς Του «νά σηκωθεῖ», γιά νά «πατάξει» τούς ἐχθρούς του. «Ἀνάστα, Κύριε – τοῦ λέγει – , σῶσόν με ὁ Θεός μου, ὅτι Σύ ἐπάταξας (= γιά νά πατάξεις) πάντας τού ἐχθραίνοντάς μοι ματαίως» (στίχ. 8). Λέγει στόν Θεό νά σηκωθεῖ («ἀνάστα»), σάν νά θέλει νά πεῖ μέ τήν ἔκφραση αὐτή ὅτι ὁ Θεός μέχρι τώρα, μέ τήν ἀνοχή του πρός τούς ἐχθρούς του, «ἐκοιμᾶτο». Ἄς θυμηθοῦμε καί τόν λόγο ἄλλου ψαλμωδοῦ: «Ἐξεγέρθητι· ἱνατί ὑπνοῖς Κύριε;» (Ψαλμ. 43,23).
Τό «ματαίως», στήν φράση «τούς ἐχθραίνοντάς μοι ματαίως», σημαίνει χωρίς λόγο. Ἄνευ λόγου λοιπόν καί σοβαρᾶς αἰτίας τόν πολεμοῦσαν οἱ ἐχθροί του. Ἀλλ᾿ αὐτό τό «ματαίως», πού λέγει τό κείμενό μας τῶν Ο΄, τό ἄλλο κείμενο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, τό Ἑβραϊκό, τό λέγει «σιαγόνες». Οἱ πολέμιοι δηλαδή τοῦ ποιητοῦ μας «ἐχθρεύονταν τίς σιαγόνες του», τίς «παρειές» του. Δηλαδή τόν χαστούκιζαν, δηλαδή τόν ράπιζαν, χειροδικοῦσαν ἐναντίον του. Αὐτή ἡ ἀνάγνωση τοῦ Μασωριτικοῦ κειμένου φαίνεται νά εἶναι καλύτερη ἀπό τό «ματαίως» πού ἔχει τό δικό μας κείμενο, γιατί παρακάτω ὁ ποιητής λέγει γιά τόν Θεό: «Ὀδόντας ἁμαρτωλῶν συνέτριψας» (στίχ. 8β). «Ἀνάστα, Θεέ – ὅπως εἶπε προηγουμένως –, γιά νά συντρίψεις τούς ὀδόντας τῶν ἁμαρτωλῶν»! Οἱ ἐχθροί του χτυποῦσαν τίς σιαγόνες του καί ὁ ποιητής μας τώρα λέγει στόν Θεό νά συντρίψει τά δόντια τους!... Ἄς παρατηρήσουμε ὅτι ὁ ποιητής χαρακτηρίζει τούς ἐχθρούς του ὡς ἁμαρτωλούς. «Ὀδόντας ἁμαρτωλῶν συνέτριψας», λέγει. Τούς λέγει ἔτσι ὄχι ἁπλά ἐπειδή εἶναι οἱ ἐχθροί του, ἀλλά γιατί αὐτοί τοῦ εἰρωνεύονταν τήν πίστη του στόν Θεό, ὅπως εἴδαμε (βλ. στίχ. 3). Ἀλλ᾿ αὐτή ἡ εἰκόνα τοῦ ποιητοῦ νά συντρίψει ὁ Θεός τά δόντια τῶν ἐχθρῶν του, σάν νά παρέστησε τούς ἐχθρούς του ὡς θηρία, εἶναι συνηθισμένη εἰκόνα στούς ψαλμούς (βλ. Ψαλμ. 26,2. 57,7. Ἰώβ 29,17). Ἀλλά καί ἀλλοῦ στήν Παλαιά Διαθήκη οἱ ἐχθροί παραβάλλονται μέ τά θηρία. Ἡ δύναμη δέ τῶν θηρίων εἶναι στίς σιαγόνες καί τά δόντια.
Ὅλο τόν ψαλμό του ὁ ποιητής τόν κλείνει μέ ἕνα στίχο μέ γενικό περιεχόμενο καί λειτουργική μορφή. Λέγει: «Τοῦ Κυρίου ἡ σωτηρία καί ἐπί τόν λαόν σου ἡ εὐλογία σου» (στίχ. 9). Μερικοί ἑρμηνευτές νομίζουν ὅτι ὁ στίχος αὐτός δέν εἶναι τοῦ ποιητοῦ, δέν ἔκλεινε δηλαδή ἀπό τήν ἀρχή τόν ψαλμό, ἀλλά προστέθηκε ἀργότερα, ὅταν ὁ ψαλμός εἰσήχθη στήν θεία Λατρεία. Πιθανόν αὐτό νά εἶναι σωστό, δέν εἴμαστε ὅμως ἀπόλυτα βέβαιοι γι᾿ αὐτό. Γιατί μεταβάσεις ἀπό ἀτομικά θέματα σέ γενικά παρατηροῦνται καί σέ ἄλλους ψαλμούς (βλ. 126,5. 129,7).
Ὁ ψαλμός, τόν ὁποῖο ἀναλύσαμε, εἶναι ὡραιότατος καί ἔχει ὡραῖα διδάγματα. Ὁ θλιβόμενος καί ἀπό διάφορους ἐχθρούς καταδιωκόμενος ἄνθρωπος μαθαίνει ἀπό τόν ψαλμό αὐτόν ὅτι δέν πρέπει νά «τά χάνει» καί νά καταπέφτει, ἀλλά νά καταφεύγει στόν Θεό μέ πίστη, γιά νά δυναμωθεῖ στήν κρίσιμη κατάσταση πού βρίσκεται. Αὐτό εἶναι τό πρῶτο καί δυνατό δίδαγμα τοῦ ψαλμοῦ μας.
Τό δεύτερο δίδαγμα τοῦ ψαλμοῦ μας εἶναι ὅτι τά περιστατικά τῆς ζωῆς μας, παλαιότερα καί νεώτερα, δέν πρέπει νά τά βλέπουμε σάν τυχαῖα γεγονότα χωρίς σκοπό, ἀλλά νά τά ἐξετάζουμε καί νά βλέπουμε σ᾿ αὐτά τήν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, τήν ἀγάπη Του σέ ᾿μᾶς. Καί ἀπό τήν ἐξέταση αὐτή ἔπειτα νά παίρνουμε θάρρος καί ἐλπίδα, γιά νά ἀντιμετωπίζουμε τήν παρούσα μας κατάσταση. Πραγματικά, ἡ ἀτομική μας ἱστορία γίνεται διδάσκαλος καί ὁδηγός στή ζωή μας.
Ψαλμ. ΛΖ΄ (ΛΗ΄) 37
Ψαλμὸς τῷ Δαυΐδ·
εἰς ἀνάμνησιν περὶ τοῦ σαββάτου.
Κύριε, μὴ τῷ θυμῷ σου ἐλέγξῃς με, μηδὲ τῇ ὀργῇ σου παιδεύσῃς με. 3 Ὅτι τὰ βέλη σου ἐνεπάγησάν μοι, καὶ ἐπεστήριξας ἐπ᾿ ἐμὲ τὴν χεῖρά σου· 4 οὐκ ἔστιν ἴασις ἐν τῇ σαρκί μου ἀπὸ προσώπου τῆς ὀργῆς σου, οὐκ ἔστιν εἰρήνη ἐν τοῖς ὀστέοις μου ἀπὸ προσώπου τῶν ἁμαρτιῶν μου. 5 Ὅτι αἱ ἀνομίαι μου ὑπερῇραν τὴν κεφαλήν μου, ὡσεὶ φορτίον βαρὺ ἐβαρύνθησαν ἐπ᾿ ἐμέ. 6 Προσώζεσαν καὶ ἐσάπησαν οἱ μώλωπές μου ἀπὸ προσώπου τῆς ἀφροσύνης μου· 7 ἐταλαιπώρησα καὶ κατεκάμφθην ἕως τέλους, ὅλην τὴν ἡμέραν σκυθρωπάζων ἐπορευόμην. 8 Ὅτι αἱ ψόαι μου ἐπλήσθησαν ἐμπαιγμάτων, καὶ οὐκ ἔστιν ἴασις ἐν τῇ σαρκί μου· 9 ἐκακώθην καὶ ἐταπεινώθην ἕως σφόδρα, ὠρυόμην ἀπὸ στεναγμοῦ τῆς καρδίας μου. 10 Κύριε, ἐναντίον σου πᾶσα ἡ ἐπιθυμία μου, καὶ ὁ στεναγμός μου ἀπὸ σοῦ οὐκ ἀπεκρύβη. 11 Ἡ καρδία μου ἐταράχθη, ἐγκατέλιπέ με ἡ ἰσχύς μου, καὶ τὸ φῶς τῶν ὀφθαλμῶν μου, καὶ αὐτὸ οὐκ ἔστι μετ᾿ ἐμοῦ. 12 Οἱ φίλοι μου καὶ οἱ πλησίον μου ἐξ ἐναντίας μου ἤγγισαν καὶ ἔστησαν, καὶ οἱ ἔγγιστά μου ἀπὸ μακρόθεν ἔστησαν· 13 καὶ ἐξεβιάζοντο οἱ ζητοῦντες τὴν ψυχήν μου, καὶ οἱ ζητοῦντες τὰ κακά μοι ἐλάλησαν ματαιότητας, καὶ δολιότητας ὅλην τὴν ἡμέραν ἐμελέτησαν. 14 Ἐγὼ δὲ ὡσεὶ κωφὸς οὐκ ἤκουον καὶ ὡσεὶ ἄλαλος οὐκ ἀνοίγων τὸ στόμα αὐτοῦ· 15 καὶ ἐγενόμην ὡσεὶ ἄνθρωπος οὐκ ἀκούων καὶ οὐκ ἔχων ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ ἐλεγμούς. 16 Ὅτι ἐπὶ σοί, Κύριε, ἤλπισα· σὺ εἰκακούσῃ, Κύριε ὁ Θεός μου. 17 Ὅτι εἶπα· μήποτε ἐπιχαρῶσί μοι οἱ ἐχθροί μου· καὶ ἐν τῷ σαλευθῆναι πόδας μου ἐπ᾿ ἐμὲ ἐμεγαλοῤῥημόνησαν. 18 Ὅτι ἐγὼ εἰς μάστιγας ἕτοιμος, καὶ ἡ ἀλγηδών μου ἐνώπιόν μού ἐστι διαπαντός. 19 Ὅτι τὴν ἀνομίαν μου ἐγὼ ἀναγγελῶ καὶ μεριμνήσω ὑπὲρ τῆς ἁμαρτίας μου. 20 Οἱ δὲ ἐχθροί μου ζῶσι καὶ κεκραταίωνται ὑπὲρ ἐμέ, καὶ ἐπληθύνθησαν οἱ μισοῦντές με ἀδίκως· 21 οἱ ἀνταποδιδόντες μοι κακὰ ἀντὶ ἀγαθῶν ἐνδιέβαλλόν με, ἐπεὶ κατεδίωκον ἀγαθωσύνην. 22 Μὴ ἐγκαταλίπῃς με, Κύριε· ὁ Θεός μου, μὴ ἀποστῇς ἀπ᾿ ἐμοῦ· 23 πρόσχες εἰς τὴν βοήθειάν μου, Κύριε τῆς σωτηρίας μου.
Στόν ψαλμό μας αὐτόν ὁ ποιητής του, ὅπως φαίνεται ἤδη ἀπό τήν ἀρχή, εἶναι ἄρρωστος· δέχεται δέ ὅτι ἡ ἀρρώστια του εἶναι τιμωρία ἀπό τόν Θεό γιά τίς ἁμαρτίες του. Γι᾿ αὐτό καί τήν ἀρρώστια του τήν ὀνομάζει «ἔλεγχο» καί «παιδεία» τοῦ Θεοῦ (στίχ. 2). Παρακαλεῖ δέ τόν Θεό νά μήν ἐξαντλήσει ὅλο τό θυμό Του καί τήν ὀργή Του ἐπάνω του, ἀλλά νά φανεῖ σπλαγχνικότερος σ᾿ αὐτόν, συντέμνοντας τό χρόνο τῆς τιμωρίας του καί ἐλαφρύνοντας τήν ἐπιβληθεῖσα τιμωρία. Γι᾿ αὐτό καί λέγει ἀπό τήν ἀρχή «Κύριε, μή τῷ θυμῷ σου ἐλέγξῃς με, μηδέ τῇ ὀργῇ σου παιδεύσῃς με» (στίχ. 2). Στήν ἔκφραση αὐτή τοῦ ποιητοῦ τόν τόνο πρέπει νά τόν δώσουμε στίς λέξεις «τῷ θυμῷ σου» καί «τῇ ὀργῇ σου». Δέν ἀποκρούει δηλαδή ὁ ποιητής τόν «ἔλεγχο» καί τήν «παιδεία» τοῦ Θεοῦ, δηλαδή τήν ἀρρώστια πού τοῦ ἔστειλε, ἀλλά παρακαλεῖ αὐτή ἡ παιδαγωγική τιμωρία νά μή γίνει μέ δυνατό θυμό καί ὀργή τοῦ Θεοῦ. Ὅπως πολύ ὡραῖα ἑρμηνεύει ὁ Μέγας Βασίλειος, ὁ ποιητής μας «οὐ τόν ἔλεγχον παραιτεῖται, ἀλλά τόν μετά θυμοῦ... οὐ φεύγει τό παιδευθῆναι, δίχα δέ ὀργῆς τῆς παιδείας τυχεῖν ἀξιοῖ» (Migne 30,84).
Στή συνέχεια τοῦ λόγου του ὁ ποιητής μας ἀρχίζει νά περιγράφει τή φοβερή κατάσταση τῆς ἀρρώστιας του στήν ὁποία βρίσκεται. Καί παριστάνει μέ δυνατές εἰκόνες τήν κατάστασή του. Μέ τούς πόνους πού ὑποφέρει νομίζει ὅτι ἐπάνω του ἔχουν καρφωθεῖ τά «βέλη» τοῦ Θεοῦ, γι᾿ αὐτό καί λέγει ὅτι «τά βέλη σου ἐνεπάγησάν μοι» (στίχ. 3α). Πραγματικά οἱ ἀσθένειες ἐκφράζονται καί ἀλλοῦ στήν Παλαιά Διαθήκη ὡς «βέλη» τοῦ Θεοῦ (Ἰώβ 6,4. 16,3. Πρβλ. Ψαλμ. 90,5). Ἀλλά τήν ἀρρώστια του, πού τή φαντάζεται, εἴπαμε, προερχόμενη ἀπό τόν Θεό, ὡς παιδαγωγική τιμωρία, τήν παριστάνει στή συνέχεια ὁ ποιητής καί μέ τήν εἰκόνα ἑνός ὀργισμένου ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος σηκώνει τό χέρι του καί δίνει χτύπημα στόν ἄλλο, πού θέλει νά παιδεύσει. Ἔτσι, λέγει ὁ ποιητής στό Θεό: «Ἐπεστήριξας ἐπ᾿ ἐμέ τήν χεῖρά σου» (στίχ. 3β).
Ὁ ποιητής τοῦ ψαλμοῦ συνεχίζει νά περιγράφει τήν κατάστασή του στήν ὁποία βρίσκεται: Πάσχει ὁλόκληρος! Τόσο πάσχει, ὥστε οὔτε αὐτά τά κόκκαλά του, πού βρίσκονται στό ἐσωτερικό τοῦ σώματός του, οὔτε αὐτά δέν ἔχουν ἡσυχία, ἀλλά πονοῦν καί ὑποφέρουν. «Οὐκ ἔστιν εἰρήνη ἐν τοῖς ὀστέοις μου», λέγει (στίχ. 4). Παραδέχεται δέ, ὅπως εἴπαμε, ὅτι ἡ ἀσθένειά του εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς παιδαγωγικῆς ὀργῆς τοῦ Θεοῦ ἐναντίον του, καί αὐτή ἡ ὀργή, παραδέχεται πάλι, ἔχει αἰτία τίς ἁμαρτίες του. «Ἀπό προσώπου τῆς ὀργῆς σου», λέγει, καί «ἀπό προσώπου τῶν ἁμαρτιῶν μου», προσθέτει (στίχ. 4). Αἰτία τῆς ἀσθενείας του λοιπόν εἶναι ἡ ἁμαρτία, πράγμα πού ὁ ποιητής μας μέ ταπείνωση ὁμολογεῖ. Ἔτσι ἡ ὀργή τοῦ Θεοῦ δέν παριστάνεται σάν νά χτυπᾶ τυφλά τόν ἄνθρωπο, ἀλλά ἔρχεται σάν παιδαγωγία τοῦ Θεοῦ, σάν τιμωρία τῶν ἁμαρτιῶν του. Ἀντίθετα, στίς τότε ἄλλες θρησκεῖες οἱ θεοί παρουσιάζονται νά ὀργίζονται αὐθαίρετα ἐναντίον τῶν ἀνθρώπων. Γι᾿ αὐτό καί ὁ ἄνθρωπος κατείχετο ἀπό τόν φόβο πρός τόν δαίμονα.
Θυμήθηκε λοιπόν τά ἁμαρτήματά του ὁ ποιητής μας, τά ὁποῖα θεωρεῖ αἰτία τῆς ταλαιπωρίας του καί τώρα, ἐπιμένοντας στή μετάνοιά του, ὁμολογεῖ τό πλῆθος τῶν ἁμαρτιῶν του μέ δύο εἰκόνες. Κατά τήν πρώτη εἰκόνα οἱ ἀνομίες του εἶναι τόσο πολλές, ὥστε «ὑπερκάλυψαν» τό κεφάλι του, ὅπως ἀκριβῶς τά νερά κινδυνεύουν νά καταποντίσουν τόν ἄνθρωπο πού βρίσκεται κάτω ἀπό αὐτά. «Αἱ ἀνομίαι μου – λέγει ὁ ποιητής – ὑπερῇραν τήν κεφαλήν μου» (στίχ. 5). Κατά τήν ἄλλη εἰκόνα ὁ ποιητής μας παριστάνει τόσο πολλές τίς ἀνομίες του, ὥστε τίς θεωρεῖ σάν ἕνα φορτίο βαρύ, πού θά τόν συντρίψει. «Ὡσεί φορτίον βαρύ ἐβαρύνθησαν ἐπ᾿ ἐμέ», λέγει. Εἶναι μία ἐξομολόγηση αὐτή τοῦ ποιητοῦ μας, στήν ὁποία ἔδειξε τή βαθειά του μετάνοια.
Ἀλλά ἐπανέρχεται τώρα στήν περιγραφή τῆς καταστάσεώς του. Παρουσιάζεται ὅτι ἔχει τραύματα καί πληγές στό σῶμα του. Πληγές πού σαπίζουν καί πυορροοῦν, γι᾿ αὐτό καί ἀποδίδουν δυσοσμία. «Προσώζεσαν», δηλαδή βρώμησαν, «καί ἐσάπησαν οἱ μώλωπές μου», λέγει (στίχ. 5α). Ἀλλά πάλι παραδέχεται ὅτι αὐτή ἡ κατάστασή του προέρχεται ἀπό τήν ἁμαρτία του, τήν ὁποία τώρα ὀνομάζει «ἀφροσύνη» του. «Ἀπό προσώπου τῆς ἀφροσύνης μου», λέγει (στίχ. 5β). Πραγματικά ἡ ἁμαρτία εἶναι ἀφροσύνη. Καί ὁ μέγας Βασίλειος λέγει «πᾶν ἁμάρτημα κατ᾿ ἀφροσύνην γίνεται» (Migne 30,72 ἑξ. Πρβλ. καί Ψαλμ. 68,6).
Λόγω τῆς καταστάσεώς του ὁ ψαλμωδός μας εἶναι «ἕως τέλους», δηλαδή τελείως καταβεβλημένος καί ταλαιπωρημένος καί διέρχεται ὅλη του τήν ἡμέρα μέ σκυθρωπότητα καί ἀθυμία. Ἔτσι λέγει «ἐταλαιπώρησα καί κατεκάμφθην ἕως τέλους, ὅλην τήν ἡμέραν σκυθρωπάζων ἐπορευόμην» (στίχ. 7).
Ἀλλά συνεχίζει καί μέ ζωηρότερα ἀκόμη χρώματα τήν περιγραφή τῆς καταστάσεώς του ὁ ποιητής. Λέγει ὅτι «αἱ ψόαι μου ἐπλήσθησαν ἐμπαιγμάτων» (στίχ. 8α). «Ψόες» εἶναι οἱ μύες γύρω ἀπό τή νεφρική χώρα καί γενικά μέ τήν ἔκφραση αὐτή νοοοῦνται οἱ νεφροί. Οἱ νεφροί μου λοιπόν, λέγει ὁ ποιητής, «ἐπλήσθησαν ἐμπαιγμάτων», εἶναι γεμάτοι δηλαδή ἀπό πόνο καί ταλαιπωρία. Κατά τό ἄλλο κείμενο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, τό Ἑβραϊκό, ὁ ποιητής λέγει ὅτι οἱ νεφροί του «εἶναι γεμάτοι ἀπό φωτιά». Αἰσθάνεται λοιπόν ὁ ποιητής μας τά νεφρά του νά καίγονται. Τόσο δέ δυνατό νοιώθει τόν πόνο αὐτό, ὥστε νομίζει ὅτι δέν θά ὑπάρχει πιά ἴαση καί θεραπεία γι᾿ αὐτόν. «Οὐκ ἔστιν ἴασις ἐν τῇ σαρκί μου», λέγει (στίχ. 8β). Λόγω αὐτῆς τῆς καταστάσεώς του ὁ ποιητής, ὅπως μᾶς εἶπε προηγουμένως καί στόν στίχ. 7, εἶναι τελείως καταβεβλημένος καί τεταπεινωμένος. «Ἐκακώθην καί ἐταπεινώθην ἕως σφόδρα», λέγει (στίχ. 9α). Γι᾿ αὐτό καί ἐκβάλλει δυνατή κραυγή καί στεναγμό μέσα ἀπό τήν καρδιά του. «Ὠρυόμην ἀπό στεναγμοῦ τῆς καρδίας μου», λέγει (στίχ. 9β). Ἀλλά τά λιοντάρια ὠρύονται. Γι᾿ αὐτό καί μερικοί ἑρμηνευτές ἐδῶ (μαζί καί ὁ ἰδικός μας Βέλλας) νομίζουν ὅτι τό ἀρχικό κείμενο τοῦ Ἑβραϊκοῦ μπορεῖ νά διορθωθεῖ καί νά ἀναγνώσουμε: «Ὠρύομαι περισσότερο ἀπό τόν λέοντα».
Στό σημεῖο αὐτό ὁ ποιητής μας διακόπτει γιά λίγο τό θρῆνο του περιγράφοντας τήν κατάστασή του γιά νά πεῖ στό Θεό: «Κύριε, ἐναντίον σου πᾶσα ἡ ἐπιθυμία μου καί ὁ στεναγμός μου ἀπό σοῦ οὐκ ἀπεκρύβη» (στίχ. 10). Σάν νά τοῦ λέγει: Ξέρεις, Θεέ μου, τί ἐπιθυμῶ καί γιατί στενάζω. Ἐπιθυμῶ τή θεραπεία μου.
Μετά ἀπό αὐτή τή μικρή διακοπή τῆς περιγραφῆς τῆς ἀσθενείας του στόν στίχ. 10 ὁ ποιητής μας ἐπανέρχεται στό θέμα του, στήν περιγραφή δηλαδή τῆς καταστάσεώς του, τήν ὁποία τώρα παριστᾶ πολύ τραγικά, σάν νά εἶναι ἑτοιμοθάνατος. Ὁ ἑτοιμοθάνατος παρουσιάζει ταχυπαλμία, ἐγκατάλειψη τῶν σωματικῶν του δυνάμεων καί ἀπώλεια τοῦ φωτός τῶν ὀφθαλμῶν του. «Ἡ καρδία μου ἐταράχθη – λέγει ὁ ποιητής μας – ἐγκατέλιπέ με ἡ ἰσχύς μου καί τό φῶς τῶν ὀφθαλμῶν μου καί αὐτό οὐκ ἔστιν μετ᾿ ἐμοῦ» (στίχ. 11).
Τελειώνει ἐδῶ ἡ περιγραφή τοῦ σωματικοῦ πάθους τοῦ ποιητοῦ μας καί ἀρχίζει ἀπό ἐδῶ καί κάτω νά περιγράφει τό ψυχικό του πάθος, τό ὁποῖο ἀσφαλῶς δέν εἶναι μικρότερο ἀπό τό σωματικό. Τό ψυχικό του πάθος εἶναι ἡ τελεία ἀδιαφορία καί ἡ ἐγκατάλειψη τῶν φίλων του καί τῶν συγγενῶν του!... Αὐτοί στέκονται μακρυά, «ἀπό μακρόθεν», ὅπως λέγει ὁ ποιητής, καί δέν προστρέχουν σέ βοήθειά του. Αὐτό τόν πονᾶ τόν ποιητή μας καί λέγει τόν πόνο του στό Θεό: «Οἱ φίλοι μου – λέγει – καί οἱ πλησίον μου ἐξ ἐναντίας μου ἤγγισαν καί ἔστησαν καί οἱ ἔγγιστά μοι ἀπό μακρόθεν ἔστησαν» (στίχ. 12). Ἀπό τό «ἐξ ἐναντίας μου» θά μπορούσαμε νά ποῦμε ὅτι οἱ φίλοι καί συγγενεῖς τοῦ ποιητοῦ παρουσιάζονται καί ὡς ἐχθροί του, «ἐξ ἐναντίας» του. Ἀλλά μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι μέ τή λέξη αὐτή θέλει νά δηλώσει ὁ ποιητής γενικά τό «μακράν» πού θά πεῖ παρακάτω. Γιατί ὅμως οἱ φίλοι του καί συγγενεῖς του τηροῦν τέτοια στάση ἀπέναντί του; Παραπάνω στόν στίχ. 6 ὁ ποιητής εἶπε ὅτι ἔχει τραύματα καί πληγές στό σῶμα του· πληγές πού σαπίζουν καί πυορροοῦν καί ἀποδίδουν δυσοσμία, «προσώζεσαν» εἶπε. Πρόκειται λοιπόν γιά δερματική νόσο, πρόκειται μᾶλλον γιά λέπρα. Γι᾿ αὐτό καί οἱ φίλοι του καί οἱ συγγενεῖς του δείχνουν τέτοια στάση σ᾿ αὐτόν.
Ἀλλά ὁ ποιητής ἔχει καί ἐχθρούς. Καί αὐτοί οἱ ἐχθροί δέν τόν λυποῦνται καθόλου στήν κατάσταση αὐτή πού βρίσκεται. Ὅπως λέγει τώρα ὁ ποιητής, οἱ ἐχθροί του τόν «ἐκβιάζουν» καί τοῦ «ζητοῦν» τήν ψυχή. Θέλουν δηλαδή νά τόν «φᾶνε», πού λέμε. «Ζητοῦν τό κακό» του. Λέγουν δέ καί λόγια ἐναντίον του καί ὅλη τήν ἡμέρα σχεδιάζουν εἰς βάρος του ὀλέθρια καί δόλια σχέδια. «Καί ἐξεβιάζοντο οἱ ζητοῦντες τήν ψυχή μου – λέγει περί τῶν ἐχθρῶν του ὁ ποιητής – καί οἱ ζητοῦντες τά κακά μοι ἐλάλησαν ματαιότητας καί δολιότητας ὅλην τήν ἡμέραν ἐμελέτησαν» (στίχ. 13). Ὁ μεγαλύτερος πόνος τοῦ ποιητοῦ περί τῶν ἐχθρῶν του εἶναι ὅτι, ὅπως θά μᾶς πεῖ παρακάτω, αὐτοί παλαιότερα εἶχαν εὐεργετηθεῖ ἀπό αὐτόν. Καί ὅμως τώρα τοῦ φέρονται μέ σκληρή ἀγνωμοσύνη, τοῦ «ἀνταποδίδουν κακά ἀντί ἀγαθῶν» (στίχ. 21). Τί ἔλεγαν τέλος πάντων αὐτοί ἐναντίον τοῦ ποιητοῦ μας; Αὐτοί θά τοῦ ἔλεγαν ὅτι δικαίως πάσχει, ὅτι δικαίως τόν τιμωρεῖ ὁ Θεός γι᾿ αὐτήν ἤ γιά ἐκείνη τήν ἁμαρτία του. Αὐτά τά λόγια εἶναι πού ὁ ποιητής μας στό στίχο πού ἀναφέρουμε χαρακτηρίζει «ματαιότητας καί δολιότητας». Θυμᾶται κανείς ἐδῶ τόν πολύαθλο Ἰώβ πού τά ἴδια τοῦ ἔλεγαν οἱ ἐπισκέπτες του, οἱ «παρακλήτορες τῶν κακῶν» του, ὅπως τούς λέγει (Ἰώβ 16,2). Ἀλλά ὁ ποιητής μας, μεγάλος στήν ψυχή καί ὑπέροχος πνευματικός ἄνθρωπος, παραμένει κουφός στά λόγια τῶν ἐχθρῶν του καί δέν λέγει «ἐλεγμούς», ἐλέγχους δηλαδή ἐναντίον τους. Ἔτσι λέγει γιά τή συμπεριφορά του αὐτή πρός τούς ἐχθρούς: «Ἐγώ δέ ὡσεί κωφός οὐκ ἤκουον καί ὡσεί ἄλαλος οὐκ ἀνοίγων τό στόμα αὐτοῦ. Καί ἐγενόμην ὡσεί ἄνθρωπος οὐκ ἀκούων καί οὐκ ἔχων ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ ἐλεγμούς» (στίχ. 14-15). Πραγματικά ὁ ποιητής μας εἶναι ἕνας ὑπέροχος πνευματικός ἄνθρωπος, πού δέν ἀποπνίγεται ἀπό τήν πνιγηρή ἀτμόσφαιρα, πού τοῦ δημιούργησαν οἱ ἐχθροί του, ἀλλά ἀντιπαρέρχεται μέ σιωπή τήν κακία τους καί τήν κατακραυγή τους καί καταφεύγει στό Θεό, στό Μόνο πού μπορεῖ νά τόν κρίνει καί νά τόν δικαιώσει. Θυμᾶται κανείς ἐδῶ τά λόγια τοῦ προφήτου Ἠσαΐου περί τοῦ πάσχοντος Μεσσίου, γιά τόν ὁποῖο λέγει: «Καί αὐτός (ὁ Μεσσίας) διά τό κεκακῶσθαι οὐκ ἀνοίγει τό στόμα αὐτοῦ· ὡς πρόβατον ἐπί σφαγήν ἤχθη καί ὡς ἀμνός ἐναντίον τοῦ κείροντος αὐτόν ἄφωνος, οὕτως οὐκ ἀνοίγει τό στόμα αὐτοῦ» (Ἠσ. 53,7)!
Μέ ἔμφαση τώρα διατυπώνει ὁ ποιητής μας τήν ἐλπίδα του ὅτι ὁ Θεός θά τόν δικαιώσει καί θά τόν εἰσακούσει. «Ἐπί σοί, Κύριε, ἤλπισα – λέγει – σύ εἰσακούσῃ, Κύριε, ὁ Θεός μου» (στίχ. 16)! Στόν πόνο τῆς ἀσθένειάς του, στήν ἐγκατάλειψη τῶν φίλων του καί στήν ἐπιβουλή τῶν ἐχθρῶν του, ἐλπίδα του καί παρηγοριά του ἔχει ἀπομείνει μόνον ὁ Θεός!
Ὁ ψαλμωδός μας στή συνέχεια λέγει τό λόγο γιά τόν ὁποῖο πρέπει νά τόν βοηθήσει ὁ Θεός. Καί ὁ λόγος εἶναι ὅτι θά χαροῦν οἱ ἐχθροί του καί θά καυχηθοῦν ὅταν θά δοῦν νά κλονίζονται τά πόδια του: «Μήποτε ἐπιχαρῶσί μοι οἱ ἐχθροί μου καί ἐν τῷ σαλευθῆναι πόδας μου ἐπ᾿ ἐμέ ἐμεγαλορρημόνησαν» (στίχ. 17). Οἱ ἐχθροί τοῦ ποιητοῦ πραγματικά ὄχι μόνο θά χαροῦν βλέποντας νά συνεχίζεται ἡ ἀσθένεια τοῦ ποιητοῦ μας, ἀλλά καί θά καυχῶνται, γιατί αὐτό γι᾿ αὐτούς θά σημαίνει ὅτι εἶναι ἀλήθεια αὐτά πού λέγουν εἰς βάρος του, ὅτι δηλαδή αὐτός πάσχει δίκαια, γιατί διέπραξε αὐτή ἤ τήν ἄλλη ἁμαρτία (βλ. στίχ. 13).
Πάλι ὁ ποιητής μας, στό τέλος τοῦ ψαλμοῦ του εὑρισκόμενος, ἐπανέρχεται στό αἴτημα του. Ἐπανέρχεται στήν παράκλησή του νά τόν βοηθήσει ὁ Θεός καί νά τόν σώσει, νά τόν θεραπεύσει ἀπό τήν ἀσθένειά του. Λέγει δέ ὅτι ἡ βοήθεια αὐτή τοῦ Θεοῦ πρέπει νά τοῦ ἔρθει γρήγορα, γιατί αὐτός εἶναι «ἕτοιμος εἰς μάστιγας» (στίχ. 18α), ἡ κατάστασή του δηλαδή πηγαίνει στό χειρότερο. Καί ἀκόμη λέγει ὅτι ὁ πόνος του εἶναι συνεχής, δέν διακόπτεται: «Ἡ ἀλγηδών μου ἐνώπιόν μού ἐστι διαπαντός» (στίχ. 18β). Ἑπομένως δέν ὑπάρχει περιθώριο ἀναμονῆς. Λίγο ἀκόμη καί ὁ ποιητής μας θά ἐκλείψει!...
Γιά νά ἐξασφαλίσει ὁ ποιητής τήν ταχεῖα βοήθεια ἀπό τόν Θεό, γιά μιά φορά ἀκόμη προβαίνει στήν ὁμολογία τῶν ἁμαρτιῶν του καί ὑπόσχεται ὅτι θά «μεριμνήσει γιά τήν ἁμαρτία του», θά φροντίσει δηλαδή νά μήν ἐπαναλάβει τίς ἁμαρτίες πού διέπραξε. «Ὅτι τήν ἀνομίαν μου ἐγώ ἀναγγελῶ – λέγει ἐξομολογούμενος ὁ ποιητής –καί μεριμνήσω ὑπέρ τῆς ἁμαρτίας μου» (στίχ. 19).
Ἕνας ἄλλος λόγος γιά τόν ὁποῖον ὁ ποιητής μας παρακαλεῖ τό Θεό νά ἐπισπεύσει τήν βοήθειά του σ᾿ αὐτόν εἶναι ὅτι οἱ ἐχθροί του εἶναι πολλοί καί κραταιοί καί τόν μισοῦν «ἀδίκως», χωρίς λόγο δηλαδή: «Οἱ δέ ἐχθροί μου – λέγει – ζῶσι καί κεκραταίωνται ὑπέρ ἐμέ καί ἐπληθύνθησαν οἱ μισοῦντές με ἀδίκως» (στίχ. 20). Καί περί τῶν ἐχθρῶν του αὐτῶν λέγει ὅτι εἶναι ἀγνώμονες πρός αὐτόν, γιατί αὐτός τούς εἶχε εὐεργετήσει παλαιότερα καί ἐπεδίωκε καλά γι᾿ αὐτούς – «κατεδίωκον ἀγαθωσύνην» λέγει (στίχ. 21β) – , ἐνῶ αὐτοί τώρα τοῦ φέρονται μέ ἀγνωμοσύνη. «Οἱ ἀνταποδίδοντές μοι κακά ἀντί ἀγαθῶν» (στίχ. 21α).
Ὅλος ὁ ψαλμός τελειώνει μέ μία νέα θερμή παράκληση τοῦ ποιητοῦ μας στό Θεό, νά μήν τόν ἐγκαταλείψει στήν κατάσταση πού βρίσκεται, ἀλλά νά σπεύσει γιά βοήθειά του. Λέγει: «Μή ἐγκαταλίπῃς με, Κύριε, ὁ Θεός μου, μή ἀποστῇς ἀπ᾿ ἐμοῦ. Πρόσχες εἰς τήν βοήθειάν μου, Κύριε τῆς σωτηρίας μου» (στίχ. 22-23).
Ψαλμ. ΞΒ΄ (ΞΓ΄) 62
Ψαλμὸς τῷ Δαυΐδ
ἐν τῷ εἶναι αὐτὸν ἐν τῇ ἐρήμῳ
τῆς Ἰουδαίας.
Ὁ Θεὸς ὁ Θεός μου, πρὸς σὲ ὀρ­θρίζω· ἐδίψησέ σε ἡ ψυχή μου, ποσαπλῶς σοι ἡ σάρξ μου ἐν γῇ ἐρήμῳ καὶ ἀβάτῳ καὶ ἀνύδρῳ. 3 Οὕτως ἐν τῷ ἁγίῳ ὤφθην σοι τοῦ ἰδεῖν τὴν δύναμίν σου καὶ τὴν δόξαν σου. 4 Ὅτι κρεῖσσον τὸ ἔλεός σου ὑπὲρ ζωάς· τὰ χείλη μου ἐπαινέσουσί σε. 5 Οὕτως εὐλογήσω σε ἐν τῇ ζωῇ μου καὶ ἐν τῷ ὀνόματί σου ἀρῶ τὰς χεῖράς μου. 6 Ὡς ἐκ στέατος καὶ πιότητος ἐμπλησθείη ἡ ψυχή μου, καὶ χείλη ἀγαλλιάσεως αἰνέσει τὸ στόμα μου. 7 Εἰ ἐμνημόνευόν σου ἐπὶ τῆς στρωμνῆς μου, ἐν τοῖς ὄρθροις ἐμελέτων εἰς σέ· 8 ὅτι ἐγενήθης βοηθός μου, καὶ ἐν τῇ σκέπῃ τῶν πτερύγων σου ἀγαλλιάσομαι. 9 Ἐκολλήθη ἡ ψυχή μου ὀπίσω σου, ἐμοῦ δὲ ἀντελάβετο ἡ δεξιά σου. 10 Αὐτοὶ δὲ εἰς μάτην ἐζήτησαν τὴν ψυχήν μου, εἰσελεύσονται εἰς τὰ κατώτατα τῆς γῆς· 11 παραδοθήσονται εἰς χεῖρας ῥομφαίας, μερίδες ἀλωπέκων ἔσονται. 12 Ὁ δὲ βασιλεὺς εὐφρανθήσεται ἐπὶ τῷ Θεῷ, ἐπαινεθήσεται πᾶς ὁ ὀμνύων ἐν αὐτῷ, ὅτι ἐνεφράγη στόμα λαλούντων ἄδικα.
Στόν ψαλμό μας αὐτόν ἀκοῦμε ἕναν πιστό Ἰουδαῖο νά ἀναζητεῖ τό Θεό μέ πολλή λαχτάρα καί δίψα. Τό ξημέρωμα τόν εὑρίσκει νά κάνει τήν προσευχή του στό Θεό, γι᾿ αὐτό καί λέγει: «Ὁ Θεός, ὁ Θεός μου, πρός Σέ ὀρθρίζω» (στίχ. 2α). Σέ ζητάει ἡ ψυχή μου, Θεέ μου, λέει παρακάτω ὁ ποιητής. Καί αὐτή τήν ἐπιθυμία γιά τό Θεό τήν ἐκφράζει ὁ ποιητής μας μέ τή δίψα. «Ἐδίψησέ σε, ἡ ψυχή μου», λέγει (στίχ. 2β). Στόν πόθο του αὐτόν ὁ ποιητής συμμετέχει ὁλόκληρος. Συμμετέχει ὄχι μόνο ἡ ψυχή του, ὅπως εἶπε προηγουμένως, ἀλλά συμμετέχει καί αὐτό τό σῶμα του. Γι᾿ αὐτό καί λέγει στή συνέχεια «ποσαπλῶς ἡ σάρξ μου», δηλαδή «πολύ καί ἡ σάρκα μου». Τί θέλει νά πεῖ μέ τήν ἔκφραση αὐτή ὁ ποιητής; Τήν ἔννοιά της τήν ἐννοοῦμε ἀπό τήν παρακάτω φράση τοῦ στίχου πού λέγει «ἐν γῇ ἐρήμῳ καί ἀβάτῳ καί ἀνύδρῳ» (στίχ. 2γ). Δηλαδή: Ὅπως ἡ ἔρημος, ἡ ἄβατη καί ἄνυδρη, διψάει καί ἀναζητεῖ τό νερό, ἔτσι καί ὁ ποιητής ἀναζητεῖ τό Θεό καί ὑποφέρει, ψυχικά καί σωματικά, στήν ἀναζήτησή του αὐτή. Σ᾿ ὅλο λοιπόν τό στίχο αὐτόν ὁ ψαλμωδός θέλει νά πεῖ: «Θεέ μου, πού εἶσαι; Σέ ζητάω! Σέ διψάει ἡ ψυχή μου καί ὑποφέρει τό σῶμα μου, ὅπως ἡ γῆ ἀναζητάει τό νερό».
Ἡ ζήτηση αὐτή τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι μιά θεωρητική ἀναζήτηση κάποιου ἀνθρώπου, πού θέλει νά νοήσει καί νά καθορίσει τήν ἔννοια τοῦ Θεοῦ καί τόν βασανίζει ἡ ἐπιθυμία νά εὕρει τίς καλύτερες ἔννοιες γιά νά ἐκφράσει τό Θεό. Ὄχι! Ὅπως ἀποδεικνύεται ἀπό τόν ὅλο ψαλμό, ὁ Θεός εἶναι γνώριμος καί ἀγαπητός στόν ποιητή μας, ὁ ὁποῖος καί ἐκφράζεται μέ πολύ καλά αἰσθήματα γι᾿ Αὐτόν. Ὅπως φαίνεται ἀπό τόν ψαλμό μας πάλι, ὁ ποιητής ζητάει τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ, γιατί βρίσκεται σέ κρίσιμη στιγμή. Δέν τήν βλέπει ὅμως αὐτή τήν ποθητή βοήθεια τοῦ Θεοῦ πού ζητάει νά ἔρθει, γιά νά ἀπαλλαγεῖ ἀπό τή θλιβερή του κατάσταση, καί γι᾿ αὐτό μέ θερμή προσευχή, διψώντας περισσότερο τήν πραγματοποίηση τῆς ἐπιθυμίας του, καταφεύγει στόν ἅγιο ναό τοῦ Θεοῦ, γιά νά χύσει σ᾿ αὐτόν τόν πόθο τῆς καρδιᾶς του.
Ἔτσι μᾶς λέγει στόν ἑπόμενο στίχο ὁ ποιητής. «Οὕτως», λέγει, «ἐν τῷ ἁγίῳ ὤφθην σοι» (στίχ. 3α). «Οὕτως», μέ τέτοια δηλαδή ψυχική διάθεση καί κατάσταση, μέ τέτοια δίψα καί δυνατή ἐπιθυμία, παρουσιάζεται στόν Θεό, στό ναό – «ἐν τῷ ἁγίῳ ὤφθην» λέει. Τί ζητάει ὁ ποιητής μας ἀπό τόν Θεό στό ναό; «Τοῦ ἰδεῖν τήν δύναμίν σου καί τήν δόξαν σου», λέει παρακάτω (στίχ. 3β). Μέ τήν ἔκφραση αὐτή ὁ ποιητής δέν ζητάει νά δεῖ καμμιά ὀπτασία ἤ καμμιά θεία ἀποκάλυψη, ἀλλά ζητᾶ τή θεία βοήθεια γιά τό θέμα πού τόν κατακαίει. Καί ὅταν δεῖ νά ἔρχεται αὐτή ἡ θεία βοήθεια, θά δεῖ σ᾿ αὐτό τή δύναμη καί τή δόξα τοῦ Θεοῦ.
Ὅμως ἡ θεία βοήθεια καθυστερεῖ. Ἀλλά παρά τό ὅτι ἡ θεία βοήθεια καθυστερεῖ, ὁ ποιητής μας παραμένει πιστός στό Θεό καί ἐπιμένει στήν προσευχή του σ᾿ Αὐτόν. Μέ αὐτή του τήν προσευχή στό Θεό ὁ ποιητής μας νοιώθει γλυκασμό, γιατί γεύεται αὐτή τήν γλυκειά ἐπικοινωνία μέ τό Θεό. Αὐτό πραγματικά εἶναι προσευχή. Καί αὐτό ὁ ποιητής μας τό λέει «ἔλεος», δηλαδή «ἀγάπη». Στήν προσευχή, πραγματικά, γευόμαστε τό Θεό καί τή γλυκειά του ἀγάπη. Ἄς μήν ἐκπλήρωσε, λοιπόν, ὁ Θεός στόν ποιητή μας τήν ἐπιθυμία του. Παραπάνω ἀπό κάθε ἐπιθυμία, παραπάνω ἀπό κάθε ἐπίγειο ἀγαθό πού ζητάει ὁ ἄνθρωπος, πιό γλυκό καί πιό ὡραῖο ἀπ᾿ ὅλα εἶναι τό «ἔλεος» τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἡ ἐπικοινωνία του μέ τό Θεό διά τῆς προσευχῆς. Γι᾿ αὐτό καί ὁ ποιητής μας λέγει τώρα στόν Θεό αὐτόν τόν ὑπέροχο λόγο, πού τόν ἀποδεικνύει ὑπέροχο πνευματικό ἄνδρα. Λέγει στό Θεό: «Κρεῖσσον τό ἔλεός σου ὑπέρ ζωάς» (στίχ. 4α)!!! Δηλαδή ὁ ποιητής μας μέ τό λόγο του αὐτόν πάνω ἀπό ὅλα τά ἀγαθά τοῦ κόσμου καί πάνω ἀπό αὐτό τό λαχταριστό αἴτημά του θεωρεῖ τήν ἐπικοινωνία μέ τό Θεό. Γι᾿ αὐτό καί τοῦ λέγει τελικά ἤ καλύτερα τοῦ ὑπόσχεται ὅτι θά τόν ὑμνεῖ γιά πάντα, εἴτε ἐκπληρωθεῖ εἴτε δέν ἐκπληρωθεῖ ἡ ἐπιθυμία του: «Τά χείλη μου ἐπαινέσουσί σε», τοῦ λέγει (στίχ. 4β).
Ἀλλ᾿ ὁ ποιητής μας πιστεύει ὅτι θά τοῦ ἔρθει ἀπό τό Θεό ἡ βοήθεια πού ζητάει. Καί τώρα μεταφέρεται φανταστικά στήν ἡμέρα καί τή στιγμή ἐκείνη, πού ὁ Θεός θά τοῦ ἐκπληρώσει τό αἴτημά του. Τί χαρά, πράγματι, καί εὐτυχία γιά τόν ποιητή ἡ ἡμέρα αὐτή! Καί στή χαρωπή αὐτή σκέψη τῆς πραγματώσεως τῆς ἐπιθυμίας του μεταφερόμενος ὁ ποιητής ὑπόσχεται στό Θεό ὅτι θά τόν ὑμνεῖ σέ ὅλη του τήν ζωή καί ὅτι σ᾿ Αὐτόν μόνο θά ἀνυψώνει τά χέρια του γιά προσευχή. Λέγει: «Οὕτως εὐλογήσω σε ἐν τῇ ζωῇ μου, καί ἐν τῷ ὀνόματί σου ἀρῶ τάς χεῖράς μου» (στίχ. 5). Καί ἀκόμη, φανταζόμενος τήν ἡμέρα πού ὁ Θεός θά τοῦ φανεῖ βοηθός, πράγμα πού πολύ τό ἐπιθυμεῖ, ὅπως εἶπε ἀπό τήν ἀρχή τοῦ ψαλμοῦ του, φανταζόμενος, λέγω, αὐτή τήν ἡμέρα λέγει ὅτι θά εἶναι γεμάτος ἀπό χαρά καί εὐχαρίστηση, ὅπως εὐχαριστεῖται καί χαίρεται κανείς πού ἔχει μπροστά του λιπαρά καί παχιά φαγητά. «Ὡς ἐκ στέατος καί πιότητος ἐμπλησθείη ἡ ψυχή μου», λέγει, ἐνῶ πάλι ὑπόσχεται ὅτι τά χείλη του θά αἰνοῦν τό Θεό ἀπό ἀγαλλίαση: «Καί χείλη ἀγαλλιάσεως αἰνέσει τό στόμα μου» (στίχ. 6). Ὁ στίχος αὐτός ἑρμηνεύεται ψυχολογικά. Εἶναι πολύ ἀνθρώπινο ἕνας πού ἐπιθυμεῖ δυνατά κάτι καί προσεύχεται στό Θεό γι᾿ αὐτό, εἶναι πολύ φυσικό καί ἀνθρώπινο, λέγω, νά φανταστεῖ τήν ἡμέρα τῆς ἐκπληρώσεως τοῦ αἰτήματός του καί νά ὑποσχεθεῖ στό Θεό δυνατές ὑποσχέσεις ἐκφράζοντας τήν εὐγνωμοσύνη του σ᾿ Αὐτόν. Ἔτσι καί ὁ ποιητής τοῦ 50ου ψαλμοῦ, πού παρακαλεῖ καί χιλιοπαρακαλεῖ τό Θεό νά τοῦ συγχωρήσει τίς ἁμαρτίες του, φαντάζεται πρός στιγμήν ἐκπληρούμενο τό αἴτημά του καί ὑπόσχεται στό Θεό καί σάν νά τοῦ λέγει: Ἄν, Θεέ μου, μοῦ συγχωρέσεις τήν ἁμαρτία μου, τότε ἐγώ θά γίνω ἱεραπόστολος καί θά πάω παντοῦ, γιά νά βρῶ καί ἄλλους ἁμαρτωλούς σάν κι ἐμένα καί νά τούς μιλήσω γιά τό ἔλεός Σου καί τήν ἀγάπη Σου. Καί αὐτοί θά ἐπιστρέψουν σέ Σένα. «Διδάξω ἀνόμους τάς ὁδούς σου καί ἀσεβεῖς ἐπί σέ ἐπιστρέψουσιν» (Ψαλμ. 50,15). Ἔτσι, λοιπόν, κι ἐδῶ ὁ ποιητής μας φαντάζεται τήν ἡμέρα τῆς ἐκπληρώσεως τοῦ αἰτήματός του καί ὅλος ὁ ἐσωτερικός του ἄνθρωπος χαίρεται καί σκιρτᾶ («ἡ ψυχή μου» στίχ. 6α) καί ὑπόσχεται στό Θεό τήν παντοτινή λατρεία σ᾿ Αὐτόν (στίχ. 5).
Ἀλλά δέν εἶναι ψυχολογική φαντασία αὐτά πού εἶπε προηγουμένως ὁ ποιητής μας. Ὁ ποιητής μας πιστεύει ὅτι θά τοῦ ἔρθει ἡ θεία βοήθεια καί αὐτή τήν πίστη του θέλει τώρα νά τήν κατοχυρώσει μέ ἀποδείξεις καί ἐπιχειρήματα. Ἀλλά αὐτά τά ἐπιχειρήματα δέν θά εἶναι θεωρητικά· θά εἶναι παρμένα ἀπό τήν προσωπική του ζωή, γι᾿ αὐτό καί θά ἔχουν ἰδιαίτερη σημασία. Ὁ ποιητής στρεφόμενος στά περασμένα χρόνια τῆς προσωπικῆς του ζωῆς βλέπει ὅτι πάντοτε εἶχε τή θεία βοήθεια, ὅταν τή ζητοῦσε. Ἑπομένως, στηριζόμενος στήν προσωπική του πείρα πιστεύει ὅτι καί τώρα, στήν παρούσα δεινή κατάσταση πού βρίσκεται, θά τοῦ ἔρθει ἡ βοήθεια τοῦ Θεοῦ, γιά τήν ὁποία τόσο παρακαλεῖ. Ὁ ποιητής τά περασμένα χρόνια τῆς ζωῆς του τά θυμᾶται ἰδιαίτερα στό κρεββάτι του, ὅταν βρίσκεται στή «στρωμνήν του», ὅταν πλαγιάζει τό βράδυ καί ὅταν ξημερώνει τό πρωί. Εἶναι ὡραῖο αὐτό πού μᾶς λέγει ὁ ποιητής, ὅτι ξαπλωμένος στό κρεββάτι του, βράδυ καί πρωί, ὅταν εἶναι ξύπνιος, κάνει εὐχαριστήρια προσευχή στό Θεό, ἐνθυμούμενος τίς εὐεργεσίες πού ἔλαβε ἀπ᾿ Αὐτόν. Ὁσάκις, Θεέ μου, λέγει, στρέφω τή μνήμη μου σέ Σένα, ὅταν βρίσκομαι στό κρεββάτι μου – «εἰ ἐμνημόνευόν σου ἐπί τῆς στρωμνῆς μου» (στίχ. 7α) – καί κατά τήν πρωινή ὥρα τοῦ ὄρθρου σκέπτομαι τά ὅσα ἔκανες σέ ᾿μένα – «ἐν τοῖς ὄρθροις ἐμελέτων εἰς σέ» (στίχ. 7β) – βρίσκω, λέγει ὁ ποιητής μας, «ὅτι ἐγενήθης βοηθός μου» (στίχ. 8α).
Αὐτή ἡ ἀνάμνηση τῶν προηγουμένων εὐεργεσιῶν τοῦ Θεοῦ δίνει στόν ποιητή μας τήν πίστη καί τήν πεποίθηση ὅτι καί τώρα, στήν τωρινή του κατάσταση, ὁ Θεός θά τοῦ φανεῖ πάλι βοηθός. Καί ἐπαναπαύεται λοιπόν ὁ ποιητής μας στήν πίστη του αὐτή καί ἐνθαρρύνεται στή δύσκολη κατάσταση πού βρίσκεται. «Ἐν τῇ σκέπῃ τῶν πτερύγων σου ἀγαλλιάσομαι», λέγει (στίχ. 8β). Σάν νά λέγει: Πιστεύω, Θεέ μου, στή δική Σου προστασία καί αὐτό μοῦ δίνει χαρά καί ἀγαλλίαση. Καί ἀφοῦ εἶναι πεπεισμένος γιά τή θεία βοήθεια, ὑπόσχεται πάλι στό Θεό, μέ δυνατώτερη μάλιστα ἔκφραση τώρα, ὑπόσχεται ὅτι θά εἶναι ἀπόλυτα δοσμένος στό Θεό, θά εἶναι προσκολλημένος σ᾿ Αὐτόν: «Ἐκολλήθη ἡ ψυχή μου ὀπίσω σου» (στίχ. 9α) λέγει. Ἀλλά καί τό Θεό τόν παριστάνει νά ἐκτείνει τήν κραταιά Του χεῖρα καί νά κρατάει σφιχτά τόν ποιητή, πού προσκολλᾶται σ᾿ Αὐτόν: «Ἐμοῦ δέ ἀντελάβετο ἡ δεξιά σου» (στίχ. 9β).
Ἀλλά δέν μᾶς εἶπε ὁ ποιητής μέχρι τώρα, ποιό εἶναι τό θέμα πού τόν ταλαιπωρεῖ καί γιά τό ὁποῖο ζητάει δυνατά τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ; Τώρα στό τέλος τοῦ ψαλμοῦ του ὁ ποιητής μας μιλάει γιά ἀνθρώπους οἱ ὁποῖοι, ἄνευ λόγου («εἰς μάτην») «τοῦ ζητοῦν τήν ψυχή» (στίχ. 10α). Ὅπως φαίνεται ἀπό τόν τελευταῖο στίχο τοῦ ψαλμοῦ οἱ ἄνθρωποι αὐτοί εἶναι πολιτικοί ἐχθροί, στρεφόμενοι κατά τοῦ ἔθνους καί κατά τοῦ ἄρχοντος τοῦ ἔθνους τοῦ ὑπάρχοντος βασιλέως. Μέ πεποίθηση ὁ ποιητής μας τώρα λέγει γι᾿ αὐτούς ὅτι θά ἐξολοθρευθοῦν, θά θανατωθοῦν: «Εἰσελεύσονται εἰς τά κατώτατα τῆς γῆς» (στίχ. 10β). Ὄχι ἁπλᾶ θά θανατωθοῦν, ἀλλά θά ὑποστοῦν ἀτιμωτικό θάνατο. Θά μείνουν ἄταφοι, ἐγκαταλελειμμένοι στούς ἀγρούς καί θά κατασπαραχθοῦν ἀπό τά τσακάλια (ἀντί «ἀλωπέκων», πού λέγει τό κείμενο, γιατί οἱ ἀλώπεκες δέν κατασπαράσσουν τούς νεκρούς). Δηλαδή οἱ ἐχθροί τοῦ ποιητοῦ μας θά ἔχουν τήν ἴδια τύχη μέ αὐτούς πού ἔχουν φονευθεῖ στό πεδίο τῆς μάχης μέ ρομφαία: «Παραδοθήσονται εἰς χεῖρας ρομφαίας, μερίδες ἀλωπέκων ἔσονται» (στίχ. 11). Τό «ἀλώπεκες», ξαναλέμε, πρέπει νά τό ἀντικαταστήσουμε μέ τό «τσακάλια», τά ὁποῖα πράγματι κατασπαράσσουν τούς νεκρούς καί ὄχι οἱ ἀλεποῦδες.
Ὅταν θά καταστραφοῦν οἱ ἐχθροί αὐτοί τοῦ ποιητοῦ καί ὁ ποιητής μέν θά λυτρωθεῖ ἀπό αὐτούς, πού τοῦ «ζητοῦν τήν ψυχή», ὅπως μᾶς εἶπε (στίχ. 10), ἀλλά καί ὁ βασιλεύς θά χαρεῖ δοξάζοντας τό Θεό καί ἀκόμη θά ἐπαινεθεῖ ὅποιος ὀμνύει πίστη στόν βασιλέα: «Ὁ δέ βασιλεύς εὐφρανθήσεται ἐπί τῷ Θεῷ, ἐπαινεθήσεται πᾶς ὁ ὀμνύων ἐν αὐτῷ» (στίχ. 12).
Ἀπό τό στίχο αὐτόν φαίνεται ὅτι κάποια ἐπανάσταση ἀπό μερικούς ἔγινε κατά τοῦ βασιλέως καί αὐτό ἐδίχασε τό λαό, οἱ ὁποῖοι ἦσαν ἄλλοι ὑπέρ καί ἄλλοι κατά τοῦ βασιλέως. Οἱ προκαλέσαντες τήν ἐπανάσταση ἤθελαν νά ἀναδείξουν ἄλλο πρόσωπο ὡς βασιλέα, φιλικό σ᾿ αὐτούς. Ἀπό τήν ἐπανάσταση αὐτή κινδύνευε ὄχι μόνον ὁ βασιλεύς, ἀλλά καί ὁ ποιητής μας, πού πρέπει νά τόν φανταστοῦμε ὡς ἕναν ἀξιωματοῦχο, ἕνα ἐμπιστευτικό πρόσωπο τοῦ ὑπάρχοντος βασιλέως. Πρέπει δέ νά ἐντυπωσιασθοῦμε ἀπό τό ὅτι ἕνα πολιτικό πρόσωπο, ὅπως εἶναι ὁ ποιητής τοῦ ψαλμοῦ μας, ἔχει τόσο βαθειά πνευματικά αἰσθήματα, ὅπως φάνηκε ἀπό τό ὅλο παραπάνω ἱερό κείμενο.
Ψαλμ. ΠΖ΄ (ΠΗ΄) 87
Ὠδὴ ψαλμοῦ τοῖς υἱοῖς Κορέ·
εἰς τὸ τέλος,
ὑπὲρ μαελὲθ τοῦ ἀποκριθῆναι·
συνέσεως Αἰμὰν τῷ Ἰσραηλίτῃ.
Κύριε ὁ Θεὸς τῆς σωτηρίας μου, ἡμέρας ἐκέκραξα καὶ ἐν νυκτὶ ἐναντίον σου· 3 εἰσελθέτω ἐνώπιόν σου ἡ προσευχή μου, κλῖνον τὸ οὖς σου εἰς τὴν δέησίν μου. 4 Ὅτι ἐπλήσθη κακῶν ἡ ψυχή μου, καὶ ἡ ζωή μου τῷ ᾅδῃ ἤγγισε· 5 προσελογίσθην μετὰ τῶν καταβαινόντων εἰς λάκκον, ἐγενήθην ὡσεὶ ἄνθρωπος ἀβοήθητος ἐν νεκροῖς ἐλεύθερος, 6 ὡσεὶ τραυματίαι καθεύδοντες ἐν τάφῳ, ὧν οὐκ ἐμνήσθης ἔτι καὶ αὐτοὶ ἐκ τῆς χειρός σου ἀπώσθησαν. 7 Ἔθεντό με ἐν λάκκῳ κατωτάτῳ, ἐν σκοτεινοῖς καὶ ἐν σκιᾷ θανάτου. 8 Ἐπ᾿ ἐμὲ ἐπεστηρίχθη ὁ θυμός σου, καὶ πάντας τοὺς μετεωρισμούς σου ἐπήγαγες ἐπ᾿ ἐμέ. (διάψαλμα). 9 Ἐμάκρυνας τοὺς γνωστούς μου ἀπ᾿ ἐμοῦ, ἔθεντό με βδέλυγμα ἑαυτοῖς, παρεδόθην καὶ οὐκ ἐξεπορευόμην. 10 Οἱ ὀφθαλμοί μου ἠσθένησαν ἀπὸ πτωχείας· ἐκέκραξα πρὸς σέ, Κύριε, ὅλην τὴν ἡμέραν, διεπέτασα πρὸς σὲ τὰς χεῖράς μου· 11 μὴ τοῖς νεκροῖς ποιήσεις θαυμάσια; Ἢ ἰατροὶ ἀναστήσουσι, καὶ ἐξομολογήσονταί σοι; 12 Μὴ διηγήσεταί τις ἐν τῷ τάφῳ τὸ ἔλεός σου καὶ τὴν ἀλήθειάν σου ἐν τῇ ἀπωλείᾳ; 13 Μὴ γνωσθήσεται ἐν τῷ σκότει τὰ θαυμάσιά σου καὶ ἡ δικαιοσύνη σου ἐν γῇ ἐπιλελησμένῃ; 14 Κἀγὼ πρὸς σέ, Κύριε, ἐκέκραξα, καὶ τὸ πρωΐ ἡ προσευχή μου προφθάσει σε. 15 Ἵνα τί, Κύριε, ἀπωθῇ τὴν ψυχήν μου, ἀποστρέφεις τὸ πρόσωπόν σου ἀπ᾿ ἐμοῦ; 16 Πτωχός εἰμι ἐγὼ καὶ ἐν κόποις ἐκ νεότητός μου, ὑψωθεὶς δὲ ἐταπεινώθην καὶ ἐξηπορήθην. 17 Ἐπ᾿ ἐμὲ διῆλθον αἱ ὀργαί σου, οἱ φοβερισμοί σου ἐξετάραξάν με, 18 ἐκύκλωσάν με ὡσεὶ ὕδωρ ὅλην τὴν ἡμέραν, περιέσχον με ἅμα. 19 Ἐμάκρυνας ἀπ᾿ ἐμοῦ φίλον καὶ πλησίον καὶ τοὺς γνωστούς μου ἀπὸ ταλαιπωρίας.
Στόν ψαλμό μας αὐτόν ἀκοῦμε τό δυνατό θρῆνο κάποιου πάσχοντος ἀπό βαρειά ἀρρώστια ποιητοῦ. Δέ θά ἦταν ὑπερβολή νά ποῦμε ὅτι δέν ἀκούσαμε κανέναν ἄλλο ψαλμωδό νά θρηνεῖ τόσο γοερά, ὅσο ὁ ποιητής τοῦ ψαλμοῦ μας ἐδῶ.
Στόν πόνο του ὁ ψαλμωδός στρέφεται στό Θεό καί λέγει: «Κύριε, ὁ Θεός τῆς σωτηρίας μου, ἡμέρας ἐκέκραξα καί ἐν νυκτί ἐναντίον σου» (στίχ. 2). Ἄρα ὁ ποιητής μας μέρα καί νύχτα πονάει καί κράζει στό Θεό, τόν ὁποῖο καλεῖ «Θεό τῆς σωτηρίας» του, γιατί περιμένει ἀπό αὐτόν τή βοήθεια καί τή λύτρωσή του ἀπό τήν βαρειά του ἀσθένεια. Παρακάτω παρακαλεῖ νά φθάσει στό Θεό ἡ προσευχή του καί ὁ Θεός νά κλίνει τό «αὐτί» του στή δέησή του. «Εἰσελθέτω ἐνώπιόν σου ἡ προσευχή μου – λέγει – κλῖνον τό οὖς σου εἰς τήν δέησίν μου» (στίχ. 3).
Καί τώρα, μετά ἀπό αὐτά τά εἰσαγωγικά πού εἶπε, ἀρχίζει νά περιγράφει τήν κατάστασή του. Ἡ κατάστασή του τόν ἔχει συντρίψει καί ψυχικά, γι᾿ αὐτό καί νοιώθει τήν ψυχή του γεμάτη ἀπό δυστυχία. «Ἐπλήσθη κακῶν ἡ ψυχή μου» (στίχ. 4α), λέγει. Καί ἀκόμη ὁ ποιητής μας φαντάζεται τόν ἑαυτό του νά πλησιάζει τόν Ἅδη, δηλαδή τό θάνατο· γι᾿ αὐτό καί λέγει: «Ἡ ζωή μου τῷ Ἅδῃ ἤγγισεν» (στίχ. 4β). Νοιώθει ὅτι σέ λίγο θά πεθάνει καί ἑπομένως ὁ Θεός πρέπει νά σπεύσει νά τόν βοηθήσει.
Τόσο νοιώθει ὁ ψαλμωδός μας τόν ἑαυτό του ἑτοιμοθάνατο, ὥστε τώρα παρακάτω βλέπει μέ τή φαντασία του τάφους καί νεκρούς. Καί τόν ἑαυτό του τόν φαντάζεται ὅτι ὁδεύει στόν τάφο. Ἀκοῦστε πῶς ἐκφράζεται: «Προσελογίσθην μετά τῶν καταβαινόντων εἰς λάκκον» (στίχ. 5α). Ἀλλά στή συνέχεια ὁ ποιητής λέει μιά περίεργη φράση: «Ἐγενήθην – λέγει – ὡς ἄνθρωπος ἀβοήθητος, ἐν νεκροῖς ἐλεύθερος» (στίχ. 5β). Τί σημαίνει αὐτή ἡ περίεργη πράγματι φράση τοῦ ποιητοῦ; Στό νόημά της εἶναι ἴδια μ᾿ αὐτά πού εἶπε παραπάνω. Ὁ ποιητής ὀνομάζει τόν ἑαυτό του «ἄνθρωπο ἀβοήθητο»«Ἄνθρωπος ἀβοήθητος» εἶναι ὁ νεκρός, τόν ὁποῖο πραγματικά κανείς δέν μπορεῖ νά βοηθήσει. Ἀλλά καί ἡ ἄλλη φράση, μέ τήν ὁποία ὁ ποιητής ὀνομάζει τόν ἑαυτό του «ἐν νεκροῖς ἐλεύθερον», θέλει νά δηλώσει πάλι τό ἴδιο. «Ἐλεύθερο» ὀνομάζει τόν ἑαυτό του ὁ ποιητής, γιατί, σάν νεκρό πού τόν φαντάζεται, εἶναι χωρισμένος, εἶναι ἀποκεκομμένος ἀπό τό Θεό καί ἀπό τούς ἀνθρώπους. «Ἐν νεκροῖς ἐλεύθερος»! Μερικοί ἑρμηνευτές διορθώνουν τή λέξη «ἐλεύθερος» καί τήν κάνουν «παραμένω». Ὥστε ὁ ποιητής, κατά τή διόρθωση αὐτή, λέει: «Παραμένω μεταξύ τῶν νεκρῶν».
Ἀλλά ὁ ποιητής ἐκφράζει ἀκόμη περισσότερο τή δυστυχία του. Σκέπτεται ὅτι καί ὅταν θά πεθάνει – καί βλέπει σύντομα τόν θάνατό του – θά στερηθεῖ καί αὐτῆς τῆς ταφῆς. Καί ἐθεωρεῖτο μεγάλο κακό στούς Ἰσραηλῖτες τό νά παραμείνει ὁ νεκρός ἄταφος. Ὁ ψαλμωδός μας, ἀφοῦ φαντάζεται ὡς ἄταφο τόν ἑαυτό του, τόν παρομοιάζει μέ τούς νεκρούς πού ἔπεσαν στό πεδίο τῆς μάχης καί παρέμειναν ἄταφα τά πτώματά τους (Ψάλμ. 88,11). Ἔτσι, λέγει γιά τόν ἑαυτό του: «Ὡσεί τραυματίαι καθεύδοντες ἐν τάφῳ» (στίχ. 6α). Αὐτούς ὁ ποιητής – καί τόν ἑαυτό του λοιπόν μαζί μέ αὐτούς – τούς θεωρεῖ ὅτι ἔχουν λησμονηθεῖ ἀπό τό Θεό καί ἔχουν ἀπωθηθεῖ ἀπό Αὐτόν. «Ὧν οὐκ ἐμνήσθης ἔτι καί αὐτοί ἐκ τῆς χειρός σου ἀπώσθησαν» (στίχ. 6β). Ἔτσι θεωρεῖ καί τόν ἑαυτό του.
Γιατί ἐκφράζεται ἔτσι μελαγχολικά γιά τόν ἑαυτό του ὁ ποιητής μας; Πιθανόν λόγω τῆς μοναξιᾶς του, γιά τήν ὁποία θά μᾶς πεῖ παρακάτω, τοῦ ἔρχονται αὐτά τά μελαγχολικά συναισθήματα. Ἀλλά καί στήν πραγματικότητα, ἐπειδή ὁ βαριά ἄρρωστος ποιητής μας εἶναι μόνος καί ἔρημος, καί στήν πραγματικότητα λέγω σκέπτεται ὅτι, ὅταν θά πεθάνει, θά μείνει ἄταφος.
Στή συνέχεια ὁ ποιητής ἀποδίδει τή δυστυχία του στό Θεό, στό «θυμό» τοῦ Θεοῦ ὅπως λέγει. Ἔτσι ἐκφράζονται ἀνθρωπομορφικά οἱ συγγραφεῖς τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Καί μάλιστα λέγει ὅτι ὁ «θυμός» τοῦ Θεοῦ καταφέρθηκε σκληρά ἐναντίον του. «Ἐπεστηρίχθη» λέγει. Καί ἀκόμη «τά χτυπήματα» τοῦ Θεοῦ τά φαντάζεται σάν τούς «μετεωρισμούς» τῶν κυμάτων, τούς ὁποίους ὁ Θεός ἐπέφερε ἐναντίον του. Εἶναι ἀλλεπάλληλα δηλαδή τά χτυπήματα τοῦ Θεοῦ σ᾿ αὐτόν. Παραθέτω ὅλο τό στίχο: «Ἐπ᾿ ἐμέ ἐπεστηρίχθη ὁ θυμός σου καί πάντας τούς μετεωρισμούς σου ἐπήγαγες ἐπ᾿ ἐμέ» (στίχ. 8). Ἔτσι, σάν πολυχτυπημένος καί καταπληγωμένος, ἔρχεται σ᾿ αὐτά πού εἶπε καί προηγουμένως, ὅτι δηλαδή νοιώθει τόν ἑαυτό του πορευόμενο πρός τό θάνατο, πρός τόν Ἅδη. Τόν Ἅδη τόν φαντάζονταν νά βρίσκεται στά βάθη τῆς γῆς (Θρ. 3,55), σέ σκοτεινότατο καί σκιερώτατο μέρος (Ψάλμ. 62,10. 85,15), σέ «σκιά θανάτου», ὅπως λέγει ἐδῶ ὁ ψαλμός μας. Ἔτσι, λοιπόν, ὁ ποιητής μας φαντάζεται πάλι τόν ἑαυτό του εὑρισκόμενο σέ «κατώτατο λάκκο». Καί λέγει λοιπόν θρηνώντας: «Ἔθεντό με ἐν λάκκῳ κατωτάτῳ, ἐν σκοτεινοῖς καί ἐν σκιᾷ θανάτου» (στίχ. 7). Ἀπό τό ρῆμα «ἔθεντο», πού δέν ἔχει ἐδῶ ὑποκείμενο, πρέπει νά νοήσουμε ὅτι κάποιοι ἄλλοι συνετέλεσαν γιά νά βρίσκεται ὁ ποιητής μας σ᾿ αὐτό τό κατάντημα. Αὐτό ὅμως δέν συμφωνεῖ μέ τό στίχο 8, πού ἀναφέραμε καί ὅπου ὁ ποιητής ἀποδίδει στό Θεό τή δυστυχία του. Γι᾿ αὐτό καί στό στίχο 7 πρέπει νά προτιμήσουμε τό Ἑβραϊκό κείμενο, κατά τό ὁποῖο ὁ ποιητής μας ἀπευθυνόμενος στό Θεό τοῦ λέγει «ἔθηκας». Ὁ Θεός δηλαδή τοῦ προκάλεσε τή δυστυχία του. Ἔτσι ὁ στίχ. 7 συμφωνεῖ μέ τόν στίχ. 8 ὅπου ὁ ποιητής, ξαναλέμε, ἀποδίδει τή δυστυχία του στό Θεό.
Ὁ ποιητής τώρα στή συνέχεια ἔρχεται νά μιλήσει μέ πολύ πάλι πόνο γιά τό ψυχικό του μαρτύριο, τό ὁποῖο ἀσφαλῶς δέν θά ἦταν κατώτερο ἀπό τό σωματικό. Γιατί ἡ ψυχή, ὅταν πονάει, πονάει περισσότερο ἀπό τό σῶμα. Καί ὁ ψυχικός πόνος τοῦ ποιητοῦ εἶναι ὅτι στή βασανιστική αὐτή κατάσταση πού βρίσκεται τόν ἐγκατέλειψαν οἱ φίλοι του καί οἱ γνωστοί του. Μάλιστα ὁ ποιητής λέγει περί αὐτῶν ὅτι τόν θεωροῦν «βδέλυγμα». Τό μέ ποιό τρόπο οἱ φίλοι του καί οἱ γνωστοί του τόν θεώρησαν «βδέλυγμα» μποροῦμε νά τό νοήσουμε ἀπό τήν παρακάτω φράση τοῦ ποιητοῦ: «Παρεδόθην καί οὐκ ἐξεπορευόμην», λέγει. Τί σημαίνει ἡ φράση αὐτή τοῦ ποιητοῦ; Ὅπως φαίνεται, ὁ ποιητής μέ τήν φράση αὐτή λέει ὅτι παραδόθηκε ὁλόκληρος στήν ἀρρώστια του, στή δυστυχία του καί δέν μπορεῖ νά βγεῖ ἀπ᾿ αὐτήν. Αὐτό εἶναι ἀλήθεια, ἀλλά δέν συνδέεται αὐτό μέ τήν προηγούμενη φράση τοῦ ποιητοῦ, στήν ὁποία μίλησε γιά ἐγκατάλειψη τῶν φίλων του. Τό ἀντίστοιχο Ἑβραϊκό κείμενο τό λόγο τοῦ ψαλμωδοῦ μας «παρεδόθην καί οὐκ ἐξεπορευόμην» τόν ἔχει: «Εἶμαι κλεισμένος καί δέν μπορῶ νά βγῶ». Δηλαδή, πρόκειται περί φυλακῆς. Θέμα ὅμως εἶναι ἄν ὁ ποιητής ὁμιλεῖ περί φυλακῆς μέ μεταφορική ἔννοια, γιατί πραγματικά ἡ δοκιμασία καί ἡ δυστυχία εἰκονίζεται μέ φυλακή (Ψαλμ. 141,8. Ἰωβ 3,23. 19,8)· ἤ, ἄν ὁ ποιητής ὁμιλεῖ περί φυλακῆς μέ τήν πραγματική ἔννοια. Λαμβάνοντας ὑπ᾿ ὄψιν αὐτό πού εἶπε στό στίχο μας ὁ ποιητής, ὅτι οἱ ἐχθροί του τόν θεώρησαν ὡς βδέλυγμα καί τόν παραπέταξαν, τή φράση «εἶμαι κλεισμένος καί δέν μπορῶ νά βγῶ» πρέπει νά τήν ἐκλάβουμε κατά γράμμα, μέ τήν πραγματική ἔννοια τῆς φυλακῆς. Ὁ ποιητής μας πραγματικά εἶναι κλεισμένος σέ ἀπομονωμένο θάλαμο, γιά νά μήν ἔχει ἐπικοινωνία μέ τούς ἄλλους ἀνθρώπους, ἀκριβῶς ὅπως διέτασσε ὁ νόμος νά γίνεται στήν περίπτωση τῶν λεπρῶν (Λευϊτικό 13,46). Ὁ ποιητής μας εἶναι λεπρός.
Ὁ ποιητής μας θέλει νά παρακαλέσει τό Θεό νά σπεύσει γιά βοήθεια. Καί ὡς ἐπιχείρημα πρός τό Θεό γι᾿ αὐτό τοῦ λέγει ὅτι πεθαίνει καί ἑπομένως δέν ὑπάρχουν περιθώρια ἀναμονῆς. Ὡς δεῖγμα δέ ὅτι εἶναι ἑτοιμοθάνατος εἶναι, λέγει, ἡ ἀπώλεια τοῦ φωτός τῶν ὀφθαλμῶν του: «Οἱ ὀφθαλμοί μου ἠσθένησαν ἀπό πτωχείας» (στίχ. 10α). Τό ἴδιο εἶπε καί ὁ ποιητής τοῦ Ψάλμ. 37 (στίχ. 11). Ἀλλά ὁ ἐκεῖ ποιητής, μαζί μέ τήν ἀπώλεια τοῦ φωτός τῶν ὀφθαλμῶν του, πρόσθεσε τήν ταχυκαρδία καί τήν ἐγκατάλειψη τῶν σωματικῶν του δυνάμεων: «Ἡ καρδία μου ἐταράχθη, ἐγκατέλιπέ με ἡ ἰσχύς μου καί τό φῶς τῶν ὀφθαλμῶν μου καί αὐτό οὐκ ἔστιν μετ᾿ ἐμοῦ».
Θέλει λοιπόν ὁ ποιητής τοῦ ἐδῶ ψαλμοῦ μας τώρα νά ζητήσει τή σύντομη βοήθεια τοῦ Θεοῦ. Ἀλλά προτοῦ ἀρχίσει ν᾿ ἀναπτύξει τό αἴτημά του αὐτό δηλώνει πρῶτα ὅτι μένει σταθερός στήν προσευχή του ἐλπίζοντας τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ. Λέγει: «Ἐκέκραξα πρός σέ Κύριε, ὅλην τήν ἡμέραν, διεπέτασα πρός σέ τάς χεῖράς μου» (10β). Αὐτοί οἱ λόγοι τοῦ ποιητοῦ εἶναι μιά ἀνάταση τῆς ψυχῆς του, ἕνα πέταγμα του· εἶναι μιά ἐλπιδοφόρα κραυγή του, τέτοια, πού σάν νά θέλει νά διαλύσει τήν πνιγηρή ἀτμόσφαιρα πού δημιούργησε μέ τό θρῆνο του στούς προηγούμενους στίχους.
Καί τώρα ἀρχίζει ν᾿ ἀναπτύσσει τό θέμα πού ἄρχισε, τό νά τοῦ ἔρθει δηλαδή σύντομα ἡ βοήθεια τοῦ Θεοῦ. Ἀρχίζει μέ ρητορικές ἐρωτήσεις, στίς ὁποῖες ἡ φυσική ἀπάντηση εἶναι ἀρνητική. Λέγει:

11 Μή τοῖς νεκροῖς ποιήσεις θαυμάσια;
Ἤ οἱ ἰατροί ἀναστήσουσι καί ἐξομολογήσονταί σοι;
12 Μή διηγήσεταί τις ἐν τῷ τάφῳ τό ἔλεός σου
καί τήν ἀλήθειάν σου ἐν τῇ ἀπωλείᾳ;

Σ᾿ ὅλες τίς παραπάνω ἐρωτήσεις τοῦ ποιητοῦ μας ἐννοεῖται τό «ὄχι». Ἡ βάση τῶν λόγων αὐτῶν τοῦ ποιητοῦ εἶναι αὐτό πού ἤδη εἴπαμε, ὅτι δηλαδή ὁ Θεός πρέπει νά σπεύσει τώρα νά τόν βοηθήσει, τώρα πού εἶναι ἀκόμη ζωντανός. Γιατί ἄν πεθάνει, πέθανε! Τί νά τοῦ κάνει τότε ὁ Θεός; Στούς νεκρούς δέν μπορεῖ νά κάνει θαύματα. «Μή τοῖς νεκροῖς ποιήσεις θαυμάσια;», λέγει. Ἤ μήπως οἱ ἰατροί – συνεχίζει νά λέει ὁ ποιητής – μπορεῖ αὐτοί νά γίνουν θαυματουργοί καί ν᾿ ἀναστήσουν νεκρό, γιά νά ὑμνήσει τό Θεό; «Ἤ οἱ ἰατροί ἀναστήσουσι καί ἐξομολογήσονταί σοι;». Τό ἡμιστίχιο αὐτό θεωρεῖται ἀπό τούς ἑρμηνευτές ὡς μεταφραστικό σφάλμα, γιατί ὁμιλεῖ περί ἰατρῶν, θέμα ξένο πρός τή σκέψη τοῦ ποιητοῦ μας. Γι᾿ αὐτό, πάλι ἐδῶ, θά προτιμήσουμε τό ἀντίστοιχο Ἑβραϊκό κείμενο τό ὁποῖο λέγει: «Ἤ μήπως οἱ σκιές τῶν νεκρῶν (δηλ. οἱ νεκροί) θά ἀναστηθοῦν γιά νά σέ δοξολογήσουν;». Ἡ ἀνάγνωση αὐτή τοῦ Ἑβραϊκοῦ ἔρχεται ὡς συνέχεια τῆς προηγούμενης ἐρωτήσεως τοῦ ποιητοῦ «μή τοῖς νεκροῖς ποιήσεις θαυμάσια;». Κατά τήν ἀρχαία ἰσραηλιτική ἀντίληψη ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ δέν ἐκτεινόταν στόν Ἅδη, γι᾿ αὐτό παρακάτω ὁ ποιητής μας καλεῖ τόν Ἅδη «γῆ ἐπιλελησμένη» (στίχ. 13).
Καί ἀφοῦ πάλι ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ δέν ἐκτείνεται στόν Ἅδη, κανείς στόν τάφο του δέν εἶναι δυνατόν νά διηγηθεῖ τά μεγαλεῖα καί τήν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ: «Μή διηγήσεταί τις ἐν τῷ τάφῳ τό ἔλεός σου καί τήν ἀλήθειάν σου ἐν τῇ ἀπωλείᾳ;», λέγει ὁ ποιητής.
Τήν ἴδια σκέψη ἐπαναλαμβάνει ὁ ποιητής καί στόν ἑπόμενο στίχο: «Μή γνωσθήσεται ἐν τῷ σκότει τά θαυμάσιά σου καί ἡ δικαιοσύνη σου ἐν γῇ ἐπιλελησμένῃ;» (στίχ. 13). «Σκότος» καλεῖται ὁ Ἅδης, πού στό στίχο μας πάλι καλεῖται καί «γῆ ἐπιλελησμένη». Καλεῖται ἔτσι, γιατί οἱ Ἰσραηλῖτες, ὅπως εἴπαμε, πίστευαν ὅτι στόν Ἅδη δέν ἐκτείνεται ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεός δηλαδή ἔχει «λησμονήσει» τόν τόπο τοῦ Ἅδου καί τούς νεκρούς του. Ἀλλά κατά τό Ἑβραϊκό ὁ Ἅδης καλεῖται «γῆ λήθης» δηλαδή γῆ λησμονιᾶς. Καλεῖται ἔτσι γιατί οἱ εὑρισκόμενοι στόν Ἅδη, δηλαδή οἱ νεκροί, λησμονοῦν ὅλα τά ἐν τῷ κόσμῳ (βλ. Ἐκκλ. 9,5.6.10).
Ὅπως τόν ἀκούσαμε παραπάνω τόν ποιητή, δέν ἀποπνίγηκε ἀπό τόν πόνο του, ἀλλά ἀπό τό βάθος τῆς δυστυχίας του κάνει ἅλμα εἰς ὕψος καί λέγει ὅτι θέλει νά ὑμνεῖ γιά πάντα τό Θεό (βλ. στίχ. 10β)· ἔτσι καί τώρα, παρά τήν καθυστέρηση τῆς θείας βοήθειας, δηλώνει ὅτι αὐτός θά στέκεται σταθερός στήν πίστη του καί στήν ἐλπίδα του στό Θεό. Λέγει: «Κἀγώ πρός σέ, Κύριε, ἐκέκραξα καί τό πρωΐ ἡ προσευχή μου προφθάσει σε» (στίχ. 14). Μέ τό λόγο του αὐτόν ὁ ποιητής μας, αὐτός, ὁ τόσο βασανισμένος ἀπό τή φοβερή ἀρρώστια τῆς λέπρας, ἀλλά καί ὁ τόσο παραπεταμένος ἀπό ὅλους, φανερώνει ὅτι εἶναι μέγας πνευματικός ἄνθρωπος. Φανερώνει ὅτι ἔχει βαθειά πίστη στό Θεό καί αὐτή τήν πίστη του δέν μπορεῖ νά τήν κλονίσει κανένα θλιβερό περιστατικό. Καί δέν ὑπάρχει θλιβερώτερο γιά τόν ποιητή μας ἀπό τή βασανιστική του ἀρρώστια.
Ἡ ἀρρώστια ὅμως τοῦ ποιητοῦ, μαζί καί ὁ ψυχικός του πόνος γιά τήν ἐγκατάλειψή του, ἐξ αἰτίας της, εἶναι βαρύς. Γι᾿ αὐτό, παρά τήν ἀναπτέρωσή του πού ἔκανε προηγουμένως (στίχ. 10β. 14), ἀρχίζει πάλι νά θρηνεῖ, γιατί καθυστερεῖ ἡ θεία βοήθεια. Παραπονεῖται δέ ὅτι ὁ Θεός τόν ἀπωθεῖ καί ἀποστρέφει τό πρόσωπό του ἀπ᾿ αὐτόν. Λέγει: «Ἵνα τί, Κύριε, ἀπωθεῖς τήν ψυχήν μου, ἀποστρέφεις τό πρόσωπόν σου ἀπ᾿ ἐμοῦ;» (στίχ. 15). Πάλι δηλαδή ἀρχίζει νά θρηνεῖ ὁ ποιητής μας γιά τήν ἀσθένειά του. Παρουσιάζει δέ τώρα τήν ἀσθένειά του ὡς μακροχρόνια, ὅτι ἔχει ἀρχίσει ἀπό τή νεότητά του, ἀπό τή νεαρά του ἡλικία. Πρῶτα, πρίν ἀπό τήν ἀσθένειά του, ὁ ποιητής ἦταν σέ δόξα καί τιμή, θεωροῦσε «ὕψος» τήν κατάστασή του. «Ὑψωθείς», λέγει γιά τόν ἑαυτό του. Τώρα ὅμως πού τόν χτύπησε ἡ λέπρα λέει τόν ἑαυτό του «πτωχό», δηλαδή, δυστυχισμένο καί ταλαίπωρο γιά τούς «κόπους» καί τούς πόνους πού ὑφίσταται ἐξ αἰτίας της. Λέγει ὁ ποιητής μας: «Πτωχός εἰμι ἐγώ καί ἐν κόποις ἐκ νεότητός μου, ὑψωθείς δέ ἐταπεινώθην καί ἐξηπορήθην» (στίχ. 16). Πρῶτα, πού ἦταν ὑγιής, λέγει γιά τόν ἑαυτό του τό «ὑψωθείς». Τώρα ὅμως, πού εἶναι καταπληγωμένος καί παραπεταμένος, λέει γιά τόν ἑαυτό του τό «ἐταπεινώθην καί ἐξηπορήθην»· δηλαδή νοιώθει τόν ἑαυτό του πολύ καταβεβλημένο («ἐταπεινώθην») καί σέ μεγάλη ἀμηχανία εὑρισκόμενο («ἐξηπορήθην»). Ἀλλά μᾶς ἀρέσει καί ἡ ἀνάγνωση τοῦ ἀντιστοίχου Ἑβραϊκοῦ κειμένου κατά τήν ὁποία ὁ ποιητής λέγει στό Θεό: «Τούς φοβερισμούς σου (δηλ. τά φοβερά σου χτυπήματα) βαστάζω ταπεινωμένος».
Ὅπως μᾶς εἶπε πολύ προηγουμένως ὁ ποιητής (βλ. στίχ. 7.8), τήν κατάστασή του τήν ἀποδίδει στό «θυμό» τοῦ Θεοῦ, στήν «ὀργή» Του, πού ξέσπασε ἐπάνω του. Τώρα ὅμως ὁ ποιητής μας, ἐπειδή νοιώθει τόν πόνο τῆς ἀρρώστιας του, δέν ὁμιλεῖ ἁπλῶς γιά ὀργή τοῦ Θεοῦ, ἀλλά γιά «ὀργάς» Του καί γιά «φοβερισμούς» Του. Γιά φοβερά χτυπήματα δηλαδή. Καί αὐτοί οἱ «φοβερισμοί» τοῦ Θεοῦ λέγει ὅτι τόν «ἐξετάραξαν», τοῦ συγκλόνισαν δηλαδή ἀπό τά θεμέλια ὅλη τήν ὑπόστασή του. «Ἐπ᾿ ἐμέ διῆλθον – λέγει – αἱ ὀργαί σου, οἱ φοβερισμοί σου ἐξετάραξάν με» (στίχ. 17).
Τούς «φοβερισμούς» αὐτούς τοῦ Θεοῦ ὁ ποιητής μας τούς παρομοιάζει στή συνέχεια σάν τά κύματα, τά ὁποῖα περικυκλώνουν τόν ἄνθρωπο ὅλα μαζί – «περιέσχον με ἅμα», λέγει τό κείμενο (στίχ. 18) – ἕτοιμα νά τόν πνίξουν.
Καί στό σωματικό του αὐτό πόνο ὁ ποιητής προσθέτει πάλι τόν ψυχικό του πόνο, τήν ἐγκατάλειψη δηλαδή ἀπό τούς γνωστούς του καί φίλους του· λέγει δέ ὅτι καί ὁ ψυχικός του αὐτός πόνος προέρχεται ἀπό τό Θεό. «Ἐμάκρυνας ἀπ᾿ ἐμοῦ φίλον καί πλησίον καί τούς γνωστούς μου ἀπό ταλαιπωρίας» (στίχ. 19).
Ὁ ψαλμός μας τελειώνει ἀπότομα κάπως καί δέν φαίνεται ποῦ ἀποδίδει ὁ ποιητής μας τήν τραγική κατάσταση τήν ὁποία ζεῖ. Γι᾿ αὐτό καί πολλοί ἑρμηνευτές – μεταξύ τῶν ὁποίων καί ὁ δικός μας Βέλλας – ὑποθέτουν ὅτι θά ἐξέπεσαν μερικοί στίχοι στούς ὁποίους αὐτός θά μιλοῦσε περί τῆς ἁμαρτίας του, ὡς αἰτίας τῆς δυστυχίας του.
Ψαλμ. ΡΒ΄ (ΡΓ΄) 102
Τῷ Δαυΐδ.
1 Εὐλόγει, ἡ ψυχή μου, τὸν Κύριον καί, πάντα τὰ ἐντός μου, τὸ ὄνομα τὸ ἅγιον αὐτοῦ· 2 εὐλόγει, ἡ ψυχή μου, τὸν Κύριον καὶ μὴ ἐπιλανθάνου πάσας τὰς ἀνταποδόσεις αὐτοῦ· 3 τὸν εὐιλατεύοντα πάσας τὰς ἀνομίας σου, τὸν ἰώμενον πάσας τὰς νόσους σου· 4 τὸν λυτρούμενον ἐκ φθορᾶς τὴν ζωήν σου, τὸν στεφανοῦντά σε ἐν ἐλέει καὶ οἰκτιρμοῖς· 5 τὸν ἐμπιπλῶντα ἐν ἀγαθοῖς τὴν ἐπιθυμίαν σου, ἀνακαινισθήσεται ὡς ἀετοῦ ἡ νεότης σου. 6 Ποιῶν ἐλεημοσύνας ὁ Κύριος καὶ κρῖμα πᾶσι τοῖς ἀδικουμένοις. 7 Ἐγνώρισε τὰς ὁδοὺς αὐτοῦ τῷ Μωυσῇ, τοῖς υἱοῖς Ἰσραὴλ τὰ θελήματα αὐτοῦ. 8 Οἰκτίρμων καὶ ἐλεήμων ὁ Κύριος, μακρόθυμος καὶ πολυέλεος· 9 οὐκ εἰς τέλος ὀργισθήσεται, οὐδὲ εἰς τὸν αἰῶνα μηνιεῖ· 10 οὐ κατὰ τὰς ἀνομίας ἡμῶν ἐποίησεν ἡμῖν, οὐδὲ κατὰ τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν ἀνταπέδωκεν ἡμῖν, 11 ὅτι κατὰ τὸ ὕψος τοῦ οὐρανοῦ ἀπὸ τῆς γῆς ἐκραταίωσε Κύριος τὸ ἔλεος αὐτοῦ ἐπὶ τοὺς φοβουμένους αὐτόν· 12 καθόσον ἀπέχουσιν ἀνατολαὶ ἀπὸ δυσμῶν, ἐμάκρυνεν ἀφ᾿ ἡμῶν τὰς ἀνομίας ἡμῶν. 13 Καθὼς οἰκτείρει πατὴρ υἱούς, ᾠκτείρησε Κύριος τοὺς φοβουμένους αὐτόν, 14 ὅτι αὐτὸς ἔγνω τὸ πλάσμα ἡμῶν, ἐμνήσθη ὅτι χοῦς ἐσμεν. 15 Ἄνθρωπος, ὡσεὶ χόρτος αἱ ἡμέραι αὐτοῦ· ὡσεὶ ἄνθος τοῦ ἀγροῦ, οὕτως ἐξανθήσει· 16 ὅτι πνεῦμα διῆλθεν ἐν αὐτῷ, καὶ οὐχ ὑπάρξει καὶ οὐκ ἐπιγνώσεται ἔτι τὸν τόπον αὐτοῦ. 17 Τὸ δὲ ἔλεος τοῦ Κυρίου ἀπὸ τοῦ αἰῶνος καὶ ἕως τοῦ αἰῶνος ἐπὶ τοὺς φοβουμένους αὐτόν, καὶ ἡ δικαιοσύνη αὐτοῦ ἐπὶ υἱοῖς υἱῶν 18 τοῖς φυλάσσουσι τὴν διαθήκην αὐτοῦ καὶ μεμνημένοις τῶν ἐντολῶν αὐτοῦ τοῦ ποιῆσαι αὐτάς. 19 Κύριος ἐν τῷ οὐρανῷ ἡτοίμασε τὸν θρόνον αὐτοῦ, καὶ ἡ βασιλεία αὐτοῦ πάντων δεσπόζει. 20 Εὐλογεῖτε τὸν Κύριον, πάντες οἱ ἄγγελοι αὐτοῦ, δυνατοὶ ἰσχύϊ ποιοῦντες τὸν λόγον αὐτοῦ τοῦ ἀκοῦσαι τῆς φωνῆς τῶν λόγων αὐτοῦ. 21 Εὐλογεῖτε τὸν Κύριον, πᾶσαι αἱ δυνάμεις αὐτοῦ, λειτουργοὶ αὐτοῦ οἱ ποιοῦντες τὸ θέλημα αὐτοῦ· 22 εὐλογεῖτε τὸν Κύριον, πάντα τὰ ἔργα αὐτοῦ, ἐν παντὶ τόπῳ τῆς δεσποτείας αὐτοῦ· εὐλόγει, ἡ ψυχή μου, τὸν Κύριον.
Ὁ ψαλμός αὐτός εἶναι ὑπέροχος καί ὁ ποιητής του ἀποδεικνύεται ὡς ἕνας μεγάλος πνευματικός ἄνθρωπος.
Σέ ἄλλους ψαλμούς βλέπουμε τούς ποιητές τους νά θρηνοῦν καί νά παρακαλοῦν τό Θεό νά τούς λυτρώσει ἀπό τήν ἀσθένεια πού πάσχουν ἤ ἀπό ἕνα δύσκολο περιστατικό πού ἀντιμετωπίζουν. Στόν ψαλμό μας ὅμως ἐδῶ ὁ ποιητής δοξολογεῖ τό Θεό γιά τή θεραπεία του ἀπό βασανιστική ἀρρώστια, ἀπό τήν ὁποία πέρασε. Ὁ ποιητής χωρίζει τόν ἑαυτό του στά δύο καί ἀποτεινόμενος στήν ψυχή του καί σέ ὅλα τά «ἐντός» του, δηλαδή στήν καρδιά καί τά σπλάγχνα του, λέγει σέ ὅλο τόν ἐσωτερικό του ἄνθρωπο νά δοξολογήσει τό ἅγιο ὄνομα τοῦ Θεοῦ: «Εὐλόγει, ἡ ψυχή μου, τόν Κύριον – λέγει – καί πάντα τά ἐντός μου τό ὄνομα τό ἅγιον αὐτοῦ» (στίχ. 1). Καί μάλιστα παρακάτω λέγει στήν ψυχή του ὁ ποιητής νά μή λησμονήσει τίς εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ: «Καί μή ἐπιλανθάνου – λέγει – πάσας τάς ἀνταποδόσεις αὐτοῦ» (στίχ. 2). Ἄρα, γιά νά ἐκφράζεται ἔτσι ὁ ποιητής μας, ἔχει εὐεργετηθεῖ ἀπό τό Θεό. Τό πῶς ὅμως εὐεργετήθηκε ἀπό τό Θεό θά μᾶς τό πεῖ παρακάτω.
Παρακάτω ὁ ποιητής λέγει: «Τόν εὐϊλατεύοντα πάσας τάς ἀνομίας σου, τόν ἰώμενον πάσας τάς νόσους σου» (στίχ. 3). Δηλαδή, λέει στήν ψυχή του νά ὑμνήσει τό Θεό, γιατί ὁ Θεός εἶναι Ἐκεῖνος πού τοῦ συγχώρεσε τά ἁμαρτήματά του, Ἐκεῖνος πού τοῦ θεράπευσε ὅλες τίς ἀρρώστιες του. Ἀπό τό στίχο αὐτό φαίνεται ὅτι ὁ ποιητής μας θεραπεύτηκε ἀπό κάποια ἀρρώστια. Τή θεραπεία του δέ αὐτή ἀπέδωσε στό Θεό. Ὅπως ξέρουμε, στήν Παλαιά Διαθήκη ἰδιαίτερα, ἡ ἀσθένεια ἐθεωρεῖτο ὡς ἀποτέλεσμα τῆς ἁμαρτίας. Καί μία ἀσθένεια ἔδινε ἀφορμή στόν πάσχοντα νά ἐρευνήσει τόν ἐσωτερικό του κόσμο, νά σκεφτεῖ τίς ἁμαρτίες πού διέπραξε. Αὐτό θά ἔκανε καί ὁ ποιητής μας. Ἀλλά τώρα πού θεραπεύτηκε ἀπό τήν ἀρρώστια του βεβαιώθηκε ἀπ᾿ αὐτό ὅτι συγχωρέθηκαν καί τά ἁμαρτήματά του. Γι᾿ αὐτό καί λέγει: «Τόν εὐϊλατεύοντα πάσας τάς ἀνομίας σου, τόν ἰώμενον πά­σας τάς νόσους σου» (στίχ. 3).
Ὁ ποιητής μας μέ τήν ἀσθένεια πού εἶχε πήγαινε γιά τή «φθορά», γιά τό θάνατο δηλαδή. Ἀλλά τώρα μέ τή θεραπεία του εἶδε τή λύτρωσή του ἀπό τή «φθορά» καί τό ἀποδίδει αὐτό βέβαια στό Θεό, γι᾿ αὐτό καί λέγει: «Τόν λυτρούμενον ἐκ φθορᾶς τήν ζωήν σου» (στίχ. 4α). Καί τώρα, θεραπευμένος ὁ ποιητής μας, νοιώθει χαρούμενος, νοιώθει εὐτυχισμένος, νοιώθει δοξασμένος. Παριστάνει τόν ἑαυτό του σάν τόν στεφανωμένο βασιλιά. Ἔτσι καί αὐτός εἶναι στεφανωμένος, ὄχι βέβαια μέ τό βασιλικό στέμμα, ἀλλά μέ πολύ ὑψηλότερη δόξα, μέ τά ἐλέη καί τούς οἰκτιρμούς τοῦ Θεοῦ. Γι᾿ αὐτό καί λέει στήν ψυχή του, δηλαδή στόν ἑαυτό του: «Τόν στεφανοῦντά σε ἐν ἐλέει καί οἰκτιρμοῖς» (στίχ. 4β).
Μέ τή θεραπεία πού τοῦ ἔκανε ὁ Θεός τόν γέμισε μέ ὅλα τά ἀγαθά καί λέγει γι᾿ Αὐτόν: «Τόν ἐμπιπλῶντα ἐν ἀγαθοῖς τήν ἐπιθυμίαν σου» (στίχ 5α). Ἴσως μέ τό λόγο του αὐτό ὁ ποιητής νά θέλει νά πεῖ ὅτι πρῶτα, ὅταν ἦταν ἄρρωστος, δέν μποροῦσε, λόγω τῆς ἀρρώστιας του, ν᾿ ἀπολαύσει ὅλα τά φαγητά, ὅλα τά ἀγαθά πού ἐπιθυμοῦσε. Τώρα ὅμως πού θεραπεύτηκε, μπορεῖ νά γευθεῖ ἀπό ὅλα αὐτά καί νοιώθει ἀνανεωμένες τίς δυνάμεις του. Αἰσθάνεται ὅτι ἀνέλαβε τίς δυνάμεις τοῦ νεαροῦ ἀνθρώπου γι᾿ αὐτό καί λέγει: «Ἀνακαινισθήσεται ὡς ἀετοῦ ἡ νεότης σου» (στίχ. 5β). Γιά τόν ἀετό πράγματι ὑπάρχει παράδοση ὅτι ἀνακαινίζεται, ὅτι ἀνανεώνεται.
Φεύγει τώρα ἀπό τόν ἑαυτό του ὁ ποιητής, γιατί ὁ Θεός του δέν δεικνύει μόνο σ᾿ αὐτόν ἀγάπη, ἀλλά ἀγαπᾶ ὅλον τό κόσμο. Ἐρχόμαστε τώρα στό δεύτερο μέρος τοῦ ψαλμοῦ. Σέ ὅλους ὁ Θεός δείχνει «ἐλεημοσύνη», δηλαδή εὐσπλαγχνία, καί ἀπονέμει «κρῖμα», δηλαδή δικαιοσύνη σέ ὅλους, σέ κάθε ἀδικούμενο. Ἔτσι λέγει: «Ποιῶν ἐλεημοσύνας ὁ Κύριος καί κρῖμα πᾶσι τοῖς ἀδικουμένοις» (στίχ. 6).
Σέ ὅλους λοιπόν ὁ ποιητής μας δείχνει ἀγάπη, ἀλλά αὐτός, σάν Ἰσραηλίτης, θέλει νά μιλήσει γιά τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πού ἔδειξε στό ἔθνος του. Ἔτσι, ἀπό τήν ἰσραηλιτική ἱστορία ὁ ποιητής μας, ὡς δεῖγμα ἀγάπης τοῦ Θεοῦ στό ἔθνος του, ἀνασύρει τό γεγονός ὅτι ὁ Θεός ἔδωσε τή νομοθεσία του στό Μωυσῆ γιά νά φανερώσει αὐτός στούς Ἰσραηλῖτες τό θέλημά Του. Λέγει ὁ ποιητής: «Ἐγνώρισε τάς ὁδούς αὐτοῦ τῷ Μωυσῇ, τοῖς υἱοῖς Ἰσραήλ τά θελήματα αὐτοῦ» (στίχ. 7). Ἐκεῖνο πού πρέπει πολύ νά προσέξουμε εἶναι ὅτι ἀπό τήν ἰσραηλιτική ἱστορία ὁ ποιητής δέν ἀναφέρει τά μεγάλα καί ἐντυπωσιακά γεγονότα, ὅπως εἶναι ἡ διάβαση ἀπό τήν Ἐρυθρά θάλασσα, ἡ διατροφή τοῦ λαοῦ στήν ἔρημο μέ τό μάννα κ.ἄ., ἀλλά, πνευματικός ἄνθρωπος αὐτός, ὡς μεγαλυτέρα ἀπόδειξη τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ στό ἔθνος του θεωρεῖ τό ὅτι Αὐτός ἔδωσε σ᾿ αὐτόν τό Νόμο Του.
Στή συνέχεια ὁ ποιητής θά πεῖ περισσότερα καί μέ μεγαλύτερη ἔμφαση γιά τό Θεό του. Ὁ Θεός γιά τόν ποιητή μας δέν εἶναι μιά ἀφηρημένη δύναμη, ἀλλά εἶναι ΠΡΟΣΩΠΟ καί ΑΓΑΠΗ! Ἤδη στόν προηγούμενο στίχο παρέστησε τό Θεό ὡς κατευθύνοντα τήν ἱστορία τῶν ἀνθρώπων καί ἄρα ὁ Θεός εἶναι Πρόσωπο καί ὄχι μιά ἀφηρημένη δύναμη. Καί τώρα θά πεῖ ὅτι ὁ Θεός του εἶναι ἔλεος, εὐσπλαγχνία καί ἀγάπη. Λέγει γι᾿ αὐτόν: «Οἰκτίρμων καί ἐλεήμων ὁ Κύριος, μακρόθυμος καί πολυέλεος» (στίχ. 8). Οἱ στίχοι αὐτοί εἶναι πραγματικά ἐπιγραμματικοί κατά τή διατύπωσή τους καί τίς ἔννοιές τους καί ἔγιναν ἄρθρο πίστεως γιά τόν Ἰσραηλίτη (βλ. ψαλμ. 85,15. Ἰωήλ 2,13. Νεεμ. 9,17. Σειρ. 2,11 κλπ.). Τό Θεό ὁ ποιητής τόν ἔζησε ὡς ἀγάπη καί ἔτσι μᾶς τόν παρουσιάζει στόν ψαλμό του ἐδῶ. Τό κήρυγμα αὐτό τοῦ ποιητοῦ μας περί τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ ἔχει πολύ μεγάλη σημασία γιά τήν τότε μάλιστα ἐποχή, πού οἱ θεοί τῶν ἄλλων θρησκειῶν παρουσιάζονταν ὡς ἐκδικητικοί καί οἱ ἄνθρωποι ζοῦσαν μέ τόν καταθλιπτικό φόβο ἐνώπιον αὐτῶν τῶν θεῶν. Ὁ Θεός τοῦ ποιητοῦ μας, ὁ ἀληθινός Θεός, ὁ Γιαχβέ, εἶναι ΑΓΑΠΗ. Ὁ Θεός βέβαια εἶναι καί δίκαιος καί «τιμωρεῖ» (παιδαγωγικά) τούς ἀνθρώπους γιά τίς ἁμαρτίες τους. Ἐπειδή ὅμως, ὅπως εἴπαμε, ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη, γι᾿ αὐτό δέν «τιμωρεῖ» τούς ἀνθρώπους ἀνάλογα μέ τίς ἁμαρτίες τους, ἀλλά συντέμνει τό χρόνο τῆς παιδαγωγικῆς τους τιμωρίας. «Τιμωρεῖ» ὀλίγο γιά νά συνέλθουμε. Ἄν μᾶς τιμωροῦσε ἀνάλογα μέ τίς ἁμαρτίες μας, θά εἴχαμε καταστραφεῖ. «Οὐ κατά τάς ἀνομίας ἡμῶν ἐποίησεν ἡμῖν, οὐδέ κατά τάς ἁμαρτίας ἡμῶν ἀνταπέδωκεν ἡμῖν» (στίχ. 10), λέγει ὁ ποιητής. Ὑπάρχουμε κατά τά ἐλέη καί τήν εὐσπλαγχνία τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεός, καί ἄν «ὀργίζεται» – δικαίως γιά τίς ἁμαρτίες μας –, ὅμως, λέγει ὁ ποιητής, «οὐκ εἰς τέλος ὀργισθήσεται, οὐδέ εἰς τόν αἰῶνα μηνιεῖ» (στίχ.9). Δέν «ὀργίζεται» δηλαδή γιά νά μᾶς καταστρέψει («εἰς τέλος») καί δέν «ὀργίζεται» γιά πάντα («οὐδέ εἰς τόν αἰῶνα μηνιεῖ»).
Θέλοντας νά παραστήσει ὁ ποιητής πόσο μεγάλη εἶναι ἡ ἀγάπη καί ἡ εὐσπλαγχνία τοῦ Θεοῦ παίρνει τήν ἀπόσταση τοῦ οὐρανοῦ καί τῆς γῆς. Μεγαλύτερη ἀπόσταση δέ μποροῦσε νά βρεῖ, γιατί πραγματικά δέν ὑπάρχουν ἄλλα σημεῖα πού ν᾿ ἀπέχουν τόσο πολύ μεταξύ τους. «Κατά τό ὕψος τοῦ οὐρανοῦ ἀπό τῆς γῆς – λέγει ὁ ποιητής –, ἐκραταίωσε Κύριος τό ἔλεος αὐτοῦ ἐπί τούς φοβουμένους αὐτῶν» (στίχ. 11)! Μέ τά λόγια αὐτά θέλει νά πεῖ ὅτι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀμέτρητη, εἶναι πολύ-πολύ μεγάλη, γι᾿ αὐτό καί λέγει τό ρῆμα «ἐκραταίωσε».
Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πάλι φαίνεται καί ἀπό τό ὅτι ἀπομακρύνει τήν ἁμαρτία ἀπό ἐμᾶς. Γιατί ὅλα τά κακά προέρχονται ἀπό τήν ἁμαρτία. Καί πάλι ἐδῶ ὁ ποιητής παίρνει δυό ἄλλα σημεῖα, τήν ἀνατολή καί τή δύση, ἀπέχοντα καί αὐτά φανταστική ἀπόσταση μεταξύ τους, γιά νά δείξει πόσο ὁ Θεός ἀπομακρύνει ἀπό ἐμᾶς τίς ἁμαρτίες. Λέγει ὁ ποιητής: «Καθόσον ἀπέχουσιν ἀνατολαί ἀπό δυσμῶν, ἐμάκρυνεν ἀφ᾿ ἡμῶν τάς ἀνομίας ἡμῶν» (στίχ. 12)! Ἀλλά ἐμεῖς, ἄν καί ὁ Θεός φροντίζοντας γιά τή σωτηρία μας, ἀπομακρύνει ἀπό μπροστά μας τήν ἁμαρτία, ἐμεῖς, λέγω, τόσο πολύ τήν ἀγαποῦμε, ὥστε τρέχουμε νά τή συναντήσουμε!...
Ἀλλά, τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο τήν ἐκφράζει περισσότερο ὁ ἑπόμενος στίχος τοῦ Ψαλμοῦ μας, ὁ ὁποῖος παριστάνει μέ δυνατή εἰκόνα τήν πολύ μεγάλη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ σέ ἐμᾶς καί τήν πολύ μεγάλη πάλι σχέση μας μέ Αὐτόν. Τώρα ὁ ποιητής ὀνομάζει τό Θεό ΠΑΤΕΡΑ! Ὁ Θεός μᾶς ἀγαπᾶ, ὅπως ἕνας πατέρας ἀγαπᾶ τό παιδί του! Μεγαλύτερο δεῖγμα ἀγάπης δέ μποροῦσε νά βρεῖ ὁ ποιητής. Καί ἡ σχέση μας πάλι μέ τό Θεό εἶναι τόσο στενή, ὅσο στενή εἶναι ἡ σχέση τοῦ πατέρα μέ τό παιδί του. Στενότερη σχέση δέν μποροῦσε νά βρεῖ ὁ ποιητής. Λέγει λοιπόν τώρα: «Καθώς οἰκτείρει πατήρ υἱούς, ᾠκτείρησε Κύριος τούς φοβουμένους αὐτόν» (στίχ. 13)! Τήν ἔννοια αὐτή τῆς πατρότητας τοῦ Θεοῦ, ἐμεῖς πού ζοῦμε στήν Καινή Διαθήκη, τή γνωρίζουμε, γι᾿ αὐτό καί δέν μᾶς κάνει ἐντύπωση τό ὅτι τήν ἀκοῦμε τώρα στόν ψαλμό μας. Γιά τήν τότε ὅμως ἐποχή τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἕνα τέτοιο κήρυγμα, ὅτι ὁ Θεός εἶναι Πατέρας, ἦταν πρωτάκουστο κήρυγμα καί θά ἔκανε βαθειά καί γλυκειά ἐντύπωση στίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων. Ὁ στίχος μας «καθώς οἰκτείρει πατήρ υἱούς, ᾠκτείρησε Κύριος τούς φοβουμένους αὐτόν» εἶναι προανάκρουσμα τοῦ «Πάτερ ἡμῶν» τῆς Καινῆς Διαθήκης.
Στή συνέχεια ὁ ποιητής μας, πού ἀρχίζει τό τρίτο μέρος τοῦ Ψαλμοῦ του, θέλει νά μᾶς πεῖ, γιατί ὁ Θεός δείχνει τόση ἀγάπη σέ μᾶς τούς ἀνθρώπους. Καί ὁ λόγος τόν ὁποῖο ἀναφέρει εἶναι τό παροδικό καί τό ἀδύνατο τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Θεός γνωρίζει ἐμᾶς τό «πλάσμα» του, γνωρίζει ὅτι εἴμαστε πλασμένοι ἀπό χῶμα. «Ὅτι αὐτός ἔγνω τό πλάσμα ἡμῶν· ἐμνήσθη ὅτι χοῦς ἐσμεν» (στίχ. 14), λέγει ὁ ψαλμωδός. Καί καταγίνεται περισσότερο ὁ ποιητής στήν ἔννοια αὐτή, γιά νά καταδείξει τό ἀδύνατο καί τό προσωρινό τοῦ ἀνθρώπου: Οἱ ἡμέρες τοῦ ἀνθρώπου, λέγει, εἶναι σάν τίς ἡμέρες τοῦ χόρτου, τό ὁποῖο σήμερα ἀνθίζει καί αὔριο ξηραίνεται. Ἡ ζωή τοῦ ἀνθρώπου εἶναι σάν τό ἄνθος τοῦ ἀγροῦ, τό ὁποῖο γιά λίγο χρόνο ἀνθεῖ. «Ἄνθρωπος ὡσεί χόρτος αἱ ἡμέραι αὐτοῦ – λέγει ὁ ποιητής –, ὡσεί ἄνθος τοῦ ἀγροῦ οὕτως ἐξανθήσει» (στίχ. 15).
Σύντομη εἶναι ἡ ζωή τοῦ χόρτου καί λιγοστή ἡ ζωή τοῦ ἄνθους. Ὅταν ὅμως φυσήξει σ᾿ αὐτά δυνατός ἄνεμος τά ξερριζώνει καί τά πετάει μακρυά, ὥστε νά μή γνωρίζει κανείς ποῦ βρίσκονται. Ἔτσι, λέγει ὁ ποιητής: «Ὅτι πνεῦμα διῆλθεν ἐν αὐτῷ καί οὐχ ὑπάρξει, καί οὐκ ἐπιγνώσεται ἔτι τόν τόπον αὐτοῦ» (στίχ. 16). Ὅπως λέγουν οἱ ἑρμηνευτές, ὡς «πνεῦμα», δηλαδή ἄνεμο, πρέπει νά νοήσουμε τόν νοτιοανατολικό ἄνεμο, τόν Σιρόκκο, ὁ ὁποῖος, ὅταν πνεύσει στήν Παλαιστίνη, καταξηραίνει σέ τέτοιο βαθμό ὅλη τή φυσική βλάστηση (βλ. Ἡσ. 46 ἑξ.), ὥστε δέν γνωρίζει κανείς τόν τόπο στόν ὁποῖο βρίσκονταν προηγουμένως τά φυτά. Ἔτσι καί ὁ ἄνθρωπος. Σύντομη εἶναι ἡ ζωή του, ἀλλά, ὅταν τοῦ ἔρθουν συμφορές καί ἀρρώστιες, τοῦ συντομεύουν περισσότερο τή ζωή του καί τοῦ ἐπιφέρουν γρήγορα τό θάνατό του. Πῶς, λοιπόν, ὁ Θεός νά μή δείξει εὐσπλαγχνία σ᾿ ἕνα τέτοιο πλάσμα! Ἡ ἴδια ἰδέα, τῆς σύντομης καί ταλαίπωρης δηλαδή ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου, ὡς αἰτία τῆς εὐσπλαγχνίας τοῦ Θεοῦ, χρησιμοποιεῖται καί ἀλλοῦ στήν Παλαιά Διαθήκη (βλ. Ἰώβ 14,2. Ψαλμ. 38, 5-7. 88,48. 101,12. 143,3 ἑξ.).
Ἀλλά, ἄν ὁ ἄνθρωπος εἶναι παροδικός, ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ εἶναι αἰώνια. Ἔτσι ὁ ποιητής μας, ἐνῶ μίλησε τόσο παραστατικά γιά τήν προσωρινότητα τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου, ὅμως δέν μελαγχόλησε γι᾿ αὐτό, γιατί ἔστρεψε τό βλέμμα του στόν αἰώνιο Θεό! Καί λέγει λοιπόν: «Τό δέ ἔλεος τοῦ Κυρίου ἀπό τοῦ αἰῶνος καί ἕως τοῦ αἰῶνος» (στίχ. 17α). Πάνω ἀπό τό παροδικό καί τό προσωρινό τῶν ἀνθρώπων εἶναι τό αἰώνιο τοῦ Θεοῦ. Ἔχουμε ὅμως ἐδῶ μία διαφορά τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἀπό τήν Καινή Διαθήκη: Ἐνῶ στήν Καινή Διαθήκη ὁ Θεός δείχνει τήν ἀγάπη του σέ ὅλους, στήν Παλαιά Διαθήκη, ἐδῶ στόν ψαλμό μας, τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ περιορίζεται «ἐπί τούς φοβουμένους αὐτόν» (στίχ. 17β). Τό ἴδιο μᾶς εἶπε ὁ ποιητής καί στό στίχο 13, ὅπου περιόρισε τήν πατρότητα τοῦ Θεοῦ στούς «φοβουμένους αὐτόν». «᾿ῼκτείρησε Κύριος τούς φοβουμένους αὐτόν», εἶπε. Καί τή δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ ὁ ποιητής μας τήν περιορίζει πάλι στούς «φυλάσσοντας τήν διαθήκην» τοῦ Θεοῦ καί σ᾿ αὐτούς πού ἐνθυμοῦνται τίς ἐντολές Του. «Τοῖς φυλάσσουσι τήν διαθήκην αὐτοῦ, καί μεμνημένοις τῶν ἐντολῶν αὐτοῦ, τοῦ ποιῆσαι αὐτάς» (στίχ. 18), λέγει. Ἄς παρατηρήσουμε ὅτι, κατά τόν ψαλμωδό μας, ὅταν μελετοῦμε καί ἐνθυμούμαστε τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ («μεμνημένοις τῶν ἐντολῶν αὐτοῦ»), αὐτό πρέπει νά τό κάνουμε «τοῦ ποιῆσαι αὐτάς», γιά νά τίς ἐφαρμόζουμε, δηλαδή.
Τήν αἰωνιότητα θυμήθηκε ὁ ποιητής μας, ὅταν εἶπε στόν στίχ. στίχ. 17α «τό δέ ἔλεος τοῦ Κυρίου ἀπό τοῦ αἰῶνος καί ἕως τοῦ αἰῶνος». Ἀφοῦ λοιπόν ἀνέβηκε στό βασίλειο τῆς αἰωνιότητος μένει ἐκεῖ τώρα, πού ἀρχίζει τό τέταρτο μέρος τοῦ ψαλμοῦ του στούς ὑπολοίπους στίχους. Ἐκεῖ στόν οὐρανό, λέγει ὁ ποιητής, ἐκεῖ ὅπου δέν ὑπάρχει ἡ παροδικότητα τῶν ἀνθρώπων καί τῶν ἐπί γῆς πραγμάτων, ἐκεῖ ἔχει τό θρόνο του ὁ Θεός. Καί ἐκεῖ, ἀπό τόν αἰώνιο κόσμο, βασιλεύει ἐπί πάντων: «Κύριος ἐν τῷ οὐρανῷ ἡτοίμασε τόν θρόνον αὐτοῦ καί ἡ βασιλεία αὐτοῦ πάντων δεσπόζει» (στίχ. 19).
Αὐτόν τόν αἰώνιο Θεό του ὁ ποιητής θέλει νά τόν ὑμνήσει καί νά τόν δοξολογήσει. Ἀδύναμος ὅμως ἄνθρωπος αὐτός ὁ ἴδιος δέν μπορεῖ νά συνθέσει ἐπάξιο ὕμνο στόν αἰώνιο Θεό του, γι᾿ αὐτό καί ἀποτείνεται στούς ὑπάρχοντας ἀγγέλους στόν οὐρανό, πού λέγονται καί «δυνάμεις», στούς «λειτουργούς» του, πού ὡς λειτούργημά τους ἔχουν νά ἐκτελοῦν τά προστάγματα τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι, ἀποτεινόμενος σ᾿ αὐτά τά οὐράνια τάγματα, λέγει ὁ ποιητής μας: «Εὐλογεῖτε τόν Κύριον πάντες οἱ ἄγγελοι αὐτοῦ, δυνατοί ἰσχύϊ ποιοῦντες τόν λόγον αὐτοῦ τοῦ ἀκοῦσαι τῆς φωνῆς τῶν λόγων αὐτοῦ. Εὐλογεῖτε τόν Κύριον πᾶσαι αἱ δυνάμεις αὐτοῦ, λειτουργοί αὐτοῦ οἱ ποιοῦντες τό θέλημα αὐτοῦ» (στίχ. 20. 21).
Τέλος ὁ ποιητής καλεῖ ὅλη τήν κτίση, τήν ὁποία χαρακτηρίζει «ἔργο» τοῦ Θεοῦ, νά ὑμνήσει τό Θεό: «Εὐλογεῖτε τόν Κύριον πάντα τά ἔργα αὐτοῦ ἐν παντί τόπῳ τῆς δεσποτείας αὐτοῦ» (στίχ. 22α), λέγει.
Στόν ὕμνο αὐτό τῶν πάντων γιά τό Θεό, προσθέτει ὁ ποιητής, τελευταῖα, καί τόν δικό του ὕμνο λέγοντας: «Εὐλόγει, ἡ ψυχή μου, τόν Κύριον» (στίχ. 22β)!
Ψαλμ. ΡΜΒ΄ (ΡΜΓ΄) 142
Κύριε, εἰσάκουσον τῆς προσευχῆς μου, ἐνώτισαι τὴν δέησίν μου ἐν τῇ ἀληθείᾳ σου, εἰσάκουσόν μου ἐν τῇ δικαιοσύνῃ σου· 2 καὶ μὴ εἰσέλθῃς εἰς κρίσιν μετὰ τοῦ δούλου σου, ὅτι οὐ δικαιωθήσεται ἐνώπιόν σου πᾶς ζῶν. 3 Ὅτι κατεδίωξεν ὁ ἐχθρὸς τὴν ψυχήν μου, ἐταπείνωσεν εἰς γῆν τὴν ζωήν μου, ἐκάθισέ με ἐν σκοτεινοῖς ὡς νεκροὺς αἰῶνος· 4 καὶ ἠκηδίασεν ἐπ᾿ ἐμὲ τὸ πνεῦμά μου, ἐν ἐμοὶ ἐταράχθη ἡ καρδία μου. 5 Ἐμνήσθην ἡμερῶν ἀρχαίων, ἐμελέτησα ἐν πᾶσι τοῖς ἔργοις σου, ἐν ποιήμασι τῶν χειρῶν σου ἐμελέτων. 6 Διεπέτασα πρὸς σὲ τὰς χεῖράς μου, ἡ ψυχή μου ὡς γῆ ἄνυδρός σοι. 7 Ταχὺ εἰσάκουσόν μου, Κύριε, ἐξέλιπε τὸ πνεῦμά μου· μὴ ἀποστρέψῃς τὸ πρόσωπόν σου ἀπ᾿ ἐμοῦ, καὶ ὁμοιωθήσομαι τοῖς καταβαίνουσιν εἰς λάκκον. 8 Ἀκουστὸν ποίησόν μοι τὸ πρωΐ τὸ ἔλεός σου, ὅτι ἐπὶ σοὶ ἤλπισα· γνώρισόν μοι, Κύριε, ὁδόν, ἐν ᾗ πορεύσομαι, ὅτι πρὸς σὲ ἦρα τὴν ψυχήν μου· 9 ἐξελοῦ με ἐκ τῶν ἐχθρῶν μου, Κύριε, ὅτι πρὸς σὲ κατέφυγον. 10 Δίδαξόν με τοῦ ποιεῖν τὸ θέλημά σου, ὅτι σὺ εἶ ὁ Θεός μου· τὸ πνεῦμά σου τὸ ἀγαθὸν ὁδηγήσει με ἐν γῇ εὐθείᾳ. 11 Ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός σου, Κύριε, ζήσεις με, ἐν τῇ δικαιοσύνῃ σου ἐξάξεις ἐκ θλίψεως τὴν ψυχήν μου· 12 καὶ ἐν τῷ ἐλέει σου ἐξολοθρεύσεις τοὺς ἐχθρούς μου καὶ ἀπολεῖς πάντας τοὺς θλίβοντας τὴν ψυχήν μου, ὅτι ἐγὼ δοῦλός σού εἰμι.

Στόν μικρό αὐτό ἀλλά ὡραῖο ψαλμό ἀκοῦμε τόν ποιητή του νά προσεύχεται στόν Θεό ζητώντας τήν βοήθειά Του γιά κάποια δύσκολη περίπτωση, τήν ὁποία δέν κατονομάζει. Στήν προσευχή του ὁ ποιητής παρακαλεῖ τόν Θεό νά εἰσακούσει τήν δέησή του: «Κύριε εἰσάκουσον τῆς προσευχῆς μου – λέγει – ἐνώτισαι τήν δέησίν μου», καί προσθέτει «ἐν τῇ ἀληθείᾳ σου» (στίχ. 1α). «Ἐνώτισαι τήν δέησίν μου ἐν τῇ ἀληθείᾳ σου». Τί σημαίνει αὐτό τό «ἐν τῇ ἀληθείᾳ σου»; Ὁ Θεός ἐδῶ χαρακτηρίζεται ὡς «ἀληθής» ὄχι μέ τήν ἔννοια ὅτι πραγματικά ὑπάρχει, ἀντίθετα μέ τούς θεούς τῶν ἄλλων ἐθνῶν πού εἶναι ψεύτικοι, ἀλλά λέγεται ἐδῶ ὁ Θεός μας «ἀληθής» μέ τήν ἔννοια ὅτι τηρεῖ τίς ὑποσχέσεις Του, ὅτι δηλαδή θά βοηθήσει τούς πιστούς Του πού τόν λατρεύουν. Καί παρακάτω ὁ ποιητής μας λέγει στήν προσευχή του: «Εἰσάκουσόν μου, Κύριε, ἐν τῇ δικαιοσύνῃ σου» (στίχ. 1β). Καί πάλι τήν λέξη ἐδῶ «δικαιοσύνη» δέν θά τήν ἑρμηνεύσουμε μέ τήν ἔννοια τῆς ἀπονομῆς τοῦ δικαίου, ἀλλά μέ τήν ἔννοια τῆς εὐσπλαγχνίας, γιατί συμβαίνει καί στήν Παλαιά καί στήν Καινή Διαθήκη ἡ λέξη «δικαιοσύνη» νά ἔχει καί αὐτή τήν ἔννοια, τήν ἔννοια τοῦ ἐλέους, τῆς εὐσπλαγχνίας (βλ. Ματθ. 1,19). Ἑπομένως στόν πρῶτο στίχο τοῦ ψαλμοῦ του ὁ ποιητής μας παρακαλεῖ τόν Θεό νά δείξει τά ἐλέη Του καί νά τόν εἰσακούσει στό περιστατικό πού τόν ταλαιπωρεῖ.
Στήν συνέχεια τοῦ ψαλμοῦ του ὁ ποιητής λέγει πάλι τό ἴδιο, μέ ἄλλες λέξεις ὅμως. Παρακαλεῖ τόν Θεό νά μήν θελήσει νά τόν κρίνει καί νά τόν τιμωρήσει μέ αὐστηρό τρόπο, ὅπως θά ἅρμοζε βέβαια γιά τά ἁμαρτήματά του, ἀλλά νά τοῦ δείξει ἐπιείκεια. «Καί μή εἰσέλθῃς εἰς κρίσιν μετά τοῦ δούλου σου», λέγει (στίχ. 2α). Καί σάν ἐπιχείρημά του γι᾿ αὐτό, λέει ὅτι, ἄν ὁ Θεός ἤθελε νά κρίνει μέ αὐστηρή κρίση τούς ἀνθρώπους, δέν θά ἔβγαινε κανείς δικαιωμένος ἀπό τήν κρίση Του αὐτή. «Οὐ δικαιωθήσεται ἐνώπιόν σου πᾶς ζῶν» (στίχ. 2β), λέγει.
Μέχρι τώρα δέν μᾶς εἶπε ὁ ψαλμωδός μας τό τί ἔχει. Μόλις τώρα ὅμως ὁμιλεῖ γιά «ἐχθρό του», ὁ ὁποῖος τόν κατεδίωξε: «Κατεδίωξεν ὁ ἐχθρός τήν ψυχήν μου» (στίχ. 3α), λέγει. Ὁ ἐχθρός αὐτός κατεπάτησε μέ τά πόδια του τόν ποιητή, γι᾿ αὐτό καί αὐτός παραπονεῖται στόν Θεό λέγοντας: «Ἐταπείνωσεν εἰς γῆν τήν ζωήν μου» (στίχ. 3β). Καί ἀκόμη ὁ ποιητής λέγει τό πλέον χειρότερο, ὅτι ὁ ἐχθρός του τόν ἐθανάτωσε, τόν ἔστειλε ἀπό πολλοῦ στόν Ἅδη: «Ἐκάθισέ με ἐν σκοτεινοῖς ὡς νεκρούς αἰῶνος» (στίχ. 3γ). Μέ ὅλα αὐτά πού λέγει ὁ ποιητής, διατεταγμένα ἔτσι σέ ἀνιούσα κλίμακα, φαίνεται ὅτι ὁμιλεῖ πραγματικά καί ὄχι εἰκονικά καί ἐκφράζει μέ ὅσα λέγει τήν κρίσιμη κατάστασή του. Ὁ ποιητής μας βιώνει μία κρίση.
Τό ἀποτέλεσμα τῆς κρίσεώς του αὐτῆς, τήν ὁποία διέρχεται ὁ ποιητής, εἶναι ὅτι ὅλος ὁ ἐσωτερικός του κόσμος εἶναι καταβεβλημένος καί ἐρειπωμένος. Τό πνεῦμα του ἔγινε ἄτονο καί ἀπρόθυμο: «Ἠκηδίασε ἐπ᾿ ἐμέ τό πνεῦμά μου» (στίχ. 4α), λέγει. Καί ἡ καρδιά του ἀτόνισε καί αὐτή, ἔχασε τήν εὐρυθμία της ἀπό τόν φόβο, «ἐν ἐμοί ἐταράχθη ἡ καρδία μου» (στίχ. 4β), συμπληρώνει λέγοντας γιά τήν κατάστασή του.
Σάν μέσο ἀνακουφίσεως ἀπό τά δεινά του ὁ ποιητής μας ἔχει τό νά στρέψει τήν κουρασμένη του ψυχή στά παλαιά χρόνια τῆς ζωῆς του, στά ὁποῖα εἶδε τά «ἔργα τοῦ Θεοῦ», τά «ποιήματα τῶν χειρῶν τοῦ Θεοῦ» πρός αὐτόν, γιά νά τά «μελετήσει» καί νά δεῖ σ᾿ αὐτά τίς εὐεργεσίες πού τοῦ ἔδειξε ὁ Θεός. Λέγει ὁ ποιητής μας: «Ἐμνήσθην ἡμερῶν ἀρχαίων καί ἐμελέτησα ἐν πᾶσι τοῖς ἔργοις σου, ἐν ποιήμασι τῶν χειρῶν σου ἐμελέτων» (στίχ. 5). Ἡ ἀνάμνηση αὐτή στό εὐτυχές παρελθόν ἔρχεται καί σάν μία ψυχολογική ἀνάγκη γιά τήν ἀνακούφιση ἀπό τά δεινά τῆς ἐνεστώσης ἀνάγκης. Ἀπό τήν ἀναδρομή αὐτή στό παρελθόν ὁ ποιητής μας, ὅπως τό κάνουν καί ἄλλοι ψαλμωδοί, θά λάβει τό δίδαγμα καί τήν παρηγορία ὅτι, ὅπως παλαιότερα ὁ Θεός τόν ἐβοήθησε στά δεινά του περιστατικά, ἔτσι θά τόν βοηθήσει καί τώρα καί θά τόν σώσει ἀπό τήν κρίση στήν ὁποία εὑρίσκεται.
Ὅτι ἔτσι ἔχει τό πράγμα γιά τόν ποιητή μας φαίνεται ἀπό τό ὅτι στήν συνέχεια θαρρεύει ἡ ἐλπίδα του στόν Θεό, στόν Ὁποῖο ἐξακολουθεῖ νά ἔχει τεταμμένα τά χέρια του προσευχόμενος, ἐνῶ ἡ ψυχή του σάν τήν ἄνυδρη γῆ διψάει ἀνυπόμονα τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ. Λέγει: «Διεπέτασα πρός σέ τάς χεῖράς μου, ἡ ψυχή μου ὡς γῆ ἄνυδρός σοι» (στίχ. 6).
Ἀλλά πάλι ὁ ψαλμωδός μας πέφτει στόν ἴδιο θρῆνο παρακαλώντας τόν Θεό νά τόν βοηθήσει γρήγορα, γιατί τό πνεῦμα του, δηλαδή ἡ δύναμή του, τόν ἐγκαταλείπει, ὅπως εἶπε καί προηγουμένως. Ἔτσι καί τώρα λέγει: «Ταχύ εἰσάκουσόν μου, Κύριε. Ἐξέλιπε τό πνεῦμά μου» (στίχ. 7α). Τήν ζωή του ὁ ποιητής τήν ἐξαρτᾶ ἀπό τόν Θεό. Ἐάν ὁ Θεός «ἀποστρέψει τό πρόσωπόν του» ἀπό αὐτόν, ἐάν δηλαδή δέν εἰσακούσει τήν φωνή του, τότε «ὁμοιωθήσεται τοῖς καταβαίνουσιν εἰς λάκκον» (στίχ. 7β). Τότε δηλαδή θά πεθάνει. Διότι εἴδαμε καί ἀλλοῦ (βλ. Ψαλμ. 87,5) ὅτι μέ τήν λέξη «λάκκο» ἡ Παλαιά Διαθήκη δηλώνει τόν τάφο, τόν Ἅδη.
Ἔτσι λοιπόν ὁ ποιητής μας παρακαλεῖ τόν Θεό νά τόν βοηθήσει γρήγορα, νά δείξει τό πρωί κιόλας τό ἔλεός Του! Γιατί σ᾿ αὐτόν ἐλπίζει παρακαλώντας. «Ἀκουστόν ποιησόν μοι – λέγει – τό πρωί τό ἔλεός σου, ὅτι ἐπί σοί ἤλπισα» (στίχ. 8α). Καί ἀλλοῦ στό Ψαλτήριο (Ψαλμ. 3,6. 89,18) τό πρωί παρουσιάζεται σάν χρόνος στόν ὁποῖο ἔρχεται ἡ θεία βοήθεια. Αὐτό πιθανόν νά γίνεται γιατί τό πρωί ἀποδιώκεται τό σκοτάδι, τό ὁποῖο εἶναι εἰκόνα τῶν σκοτεινῶν δυνάμεων.
Παρακάτω ὅμως ὁ ποιητής μας θά ζητήσει ἀπό τόν Θεό κάτι τό πολύ σοβαρό καί τό πολύ ὡραῖο. Θά ζητήσει ἀπό τόν Θεό νά τοῦ δείξει τό δρόμο πού πρέπει νά βαδίζει, νά τόν φωτίσει δηλαδή ὁ Θεός νά ζήσει ἠθικό καί τέλειο βίο, ὥστε νά μήν ἁμαρτήσει πάλι καί νά περιπέσει σέ νέα δυστυχία. Λέγει: «Γνώρισόν μοι, Κύριε, ὁδόν ἐν ᾗ πορεύσομαι ὅτι πρός σέ ᾖρα τήν ψυχήν μου» (στίχ. 8β). Ἤδη μέ αὐτό πού λέγει ὁ ψαλμωδός στό Θεό ὑποδηλώνει ὅτι ἁμάρτησε καί γι᾿ αὐτό τοῦ συνέβηκε ἡ δυστυχία στήν ὁποία εὑρίσκεται. Ἀλλά καί μέ αὐτό πού λέγει ὁ ποιητής ὑποδηλώνει καί τήν ἀδυναμία του. Γιατί, ἄν δέν τόν καθοδηγεῖ ὁ Θεός στόν δρόμο του, πάλι θά ἁμαρτήσει καί πάλι θά περιέλθει στήν ἴδια δυστυχία πού εὑρίσκεται τώρα. Γιατί ἤδη ὁ ψαλμωδός στήν ἀρχή τοῦ ψαλμοῦ του, μέ ἐκεῖνο πού εἶπε, «καί μή εἰσέλθῃς εἰς κρίσιν μετά τοῦ δούλου σου» (στίχ. 2), ὑπεδήλωσε ὅτι ἁμάρτησε.
Ἀλλά πρίν ὁ ποιητής μας ἀναπτύξει τό αἴτημα πού διατύπωσε στό Θεό, νά τοῦ γνωρίσει τό δρόμο Του, παρεμβάλλει τό αἴτημα πού τόν συνέχει, νά τόν σώσει δηλαδή ὁ Θεός ἀπό τήν ἀνάγκη στήν ὁποία εὑρίσκεται μέ τήν καταδίωξη τῶν ἐχθρῶν του. «Ἐξελοῦ μέ ἐκ τῶν ἐχθρῶν μου, Κύριε – λέγει –, ὅτι πρός σέ κατέφυγον» (στίχ. 9). Τώρα ὅμως ὁ ποιητής ὁμιλεῖ περί «ἐχθρῶν» καί ὄχι μόνο περί ἑνός «ἐχθροῦ», ὅπως εἶπε στόν στίχ. 3.
Ἀλλά λέει τώρα περισσότερα γιά τό ὡραῖο του ἐκεῖνο αἴτημα πού διετύπωσε στόν στίχ. 8β. Τό αἴτημα νά τοῦ γνωρίσει ὁ Θεός τόν δρόμο, τόν ὁποῖο πρέπει νά βαδίσει, γιά νά μήν ἁμαρτήσει πιά. Τώρα ὁ ποιητής ζητάει ἀπό τό Θεό ὄχι ἁπλῶς νά τοῦ γνωρίσει τήν ὁδό πού πρέπει νά βαδίσει, ἀλλά καί νά τοῦ διδάξει νά ἐκπληρώνει τό θέλημά Του, γιατί Αὐτός εἶναι ὁ Θεός του, στόν Ὁποῖο πρέπει νά ὑπακούει. «Διδαξόν με – λέγει – τοῦ ποιεῖν τό θέλημά σου, ὅτι σύ εἶ ὁ Θεός μου» (στίχ. 10α). Τό νά εἴμαστε τοῦ Θεοῦ δέν σημαίνει ἁπλῶς νά δεχόμαστε ὅτι ὑπάρχει ἤ νά παραδεχόμαστε ὁρισμένες ἀλήθειες περί Αὐτοῦ, ἀλλά νά τηροῦμε τό ἅγιο θέλημά Του. Καί ὁ ποιητής μας αὐτό λέγει ἐδῶ στό Θεό: «Διδαξόν με τοῦ ποιεῖν τό θέλημά σου, ὅτι σύ εἶ ὁ Θεός μου»! Μόνος του ὁ ποιητής νιώθει τήν ἀδυναμία του, ὅτι δέν μπορεῖ νά τελεῖ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Γι᾿ αὐτό καί παρακαλεῖ τό Θεό νά τοῦ δώσει τή δύναμή Του, τό «πνεῦμά του τό ἀγαθόν», τή Χάρη Του δηλαδή, γιά νά τόν ὁδηγεῖ στήν «εὐθεῖα ὁδό»«Τό πνεῦμά σου τό ἀγαθόν – παρακαλεῖ – ὁδηγήσει με ἐν γῇ εὐθεία» (στίχ. 10β). Τό ἴδιο λέγει καί ὁ ψαλμωδός τοῦ Ψαλμ. 50, ὅταν παρακαλεῖ τό Θεό λέγοντας: «Καί τό πνεῦμά σου τό ἅγιον μή ἀντανέλῃς ἀπ᾿ ἐμοῦ» (στίχ. 13β).
Τελειώνοντας ὁ ποιητής παρακαλεῖ πάλι τό Θεό νά τόν ἀφήσει νά ζήσει: «Ζήσεις με», λέγει. Μάλιστα δέ γιά τό αἴτημά του αὐτό ἐπικαλεῖται τό θεῖο ὄνομα: «Ἕνεκεν τοῦ ὀνοματός σου – λέγει –, Κύριε, ζήσεις με» (στίχ. 11α). Ἴσως, ὅπως λέγει ὁ Διδάσκαλος Βέλλας, ὁ ψαλμωδός μας στό ὄνομα τοῦ Θεοῦ «Γιαχβέ» νά βλέπει τήν ἔννοια τῆς εὐσπλαγχνίας Του. Ἔτσι παρακαλεῖ λέγοντας νά τόν ἐξαγάγει ὁ Θεός ἀπό τήν θλίψη του γιά τήν εὐσπλαγχνία Του: «Ἐν τῇ δικαιοσύνῃ σου ἐξάξεις ἐκ θλίψεως τήν ψυχήν μου» (στίχ. 11β). Ἀλλά, εἴπαμε παραπάνω στήν ἑρμηνεία τοῦ ψαλμοῦ ὅτι ἡ λέξη «δικαιοσύνη» σημαίνει τήν εὐσπλαγχνία τοῦ Θεοῦ.
Τελειώνοντας τό μικρό ἀλλά ὡραῖο ψαλμό του ὁ ποιητής μας ζητάει ἀπό τόν Θεό ὄχι μόνο τή δική του σωτηρία, ἀλλά καί τήν ἐξολόθρευση τῶν ἐχθρῶν του: «Ἐξολοθρεύσεις τούς ἐχθρούς μου». Καί τό λέγει μάλιστα ἀμέσως παρακάτω πιό ἔντονα: «Ἐξολοθρεύσεις τούς ἐχθρούς μου καί ἀπολεῖς πάντας τούς θλίβοντας τήν ψυχήν μου» (στίχ. 12). Ἄς μήν τόν παρεξηγήσουμε ἐμεῖς πού ἀκούσαμε τό κήρυγμα τοῦ Χριστοῦ, πού μᾶς λέγει νά ἀγαπᾶμε καί τούς ἐχθρούς μας ἀκόμη. Ὁ ποιητής μας δέν εἶχε ἀκούσει αὐτήν τήν ὑψηλή διδασκαλία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ μας.